https://s.kathimerini.gr/resources/2020-05/gkat_16_2905_page_1_image_0001-thumb-large.jpg
Αφότου άνοιξαν τα εστιατόρια, ο καιρός αποφάσισε να παίξει άσχημο παιχνίδι και, μετά τον μίνι καύσωνα της περασμένης εβδομάδας, επεφύλασσε βροχές, καταιγίδες και κρύο για τις πρώτες ημέρες της επανεκκίνησής τους (φωτ. A.P.).

«Χρειάστηκε να τα ξαναστήσουμε όλα από την αρχή»

by

Πέρασαν 72 μέρες. Σχεδόν 2,5 μήνες, που εστιατόρια, μπαρ και καφετέριες παρέμειναν κλειστά. Εν μέσω πανδημίας, έμοιαζε πολυτέλεια να σου λείπουν οι έξοδοι, τα δείπνα και τα ποτά, όμως η εστίαση, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά ακόμα περισσότερο σε αυτήν, είναι κάτι παραπάνω από μια απλή έξοδος. Είναι η αποσυμπίεσή μας, τα στέκια μας, ο πολιτισμός της καθημερινότητάς μας, τα μέρη όπου συναντούμε τους φίλους μας, που περνάμε τις καλές και χαλαρές στιγμές μας. Και ως τέτοια μας έλειψαν πολύ.

Αυτές οι 72 ημέρες όμως, ήταν ακόμη πιο βαριές για τους ίδιους τους επιχειρηματίες της εστίασης – εκείνους που στήνουν και συντηρούν τα δεύτερά μας σπίτια. Και όπως φαίνεται και μετά το άνοιγμά τους οι προκλήσεις συνεχίζονται – όχι μόνο γιατί ο καιρός αποφάσισε να παίξει άσχημο παιχνίδι και μετά τον μίνι καύσωνα της περασμένης εβδομάδας, να επιφυλάσσει βροχές, καταιγίδες και κρύο για τις πρώτες ημέρες της επανεκκίνησής τους.

«Το κλείσιμο ήταν ένα σοκ», λέει στην «Κ» ο κ. Δημήτρης Κιάκος, επιχειρηματίας της εστίασης εδώ και πολλά χρόνια, ένας εκ των ιδιοκτητών του μπαρ-εστιατορίου «Το Λοκάλι» στου Ψυρρή. «Ξέραμε όμως ότι δεν υπήρχε εναλλακτική. Κλείσαμε Παρασκευή 13 Μαρτίου και όπως όλα τα μαγαζιά, είχαμε ήδη φορτώσει το μαγαζί με τρόφιμα και προμήθειες για το Σαββατοκύριακο και την εβδομάδα που ακολουθούσε, τα οποία πετάξαμε. Το αλκοόλ αντέχει, όμως υπήρχαν βαρέλια μπίρας 15λιτρα ήδη “κουμπωμένα” που έληξαν ή προετοιμασίες που πήγαν στα σκουπίδια. Αλλά τι να κάνεις, αυτό ήταν αναπόφευκτο. Τα μέτρα της κυβέρνησης για το επίδομα στους εργαζομένους ήταν βοηθητικά, όμως οι ίδιοι οι επιχειρηματίες έμειναν “στεγνοί” για δύο μήνες, αν οι επιχειρήσεις τους είχαν πάνω από 20 εργαζομένους. Δεν ξέρω με ποια λογική. Υποθέτω πως θεωρούν ότι όσοι έχουμε εταιρείες με πάνω από 20 εργαζομένους έχουμε χρήμα από πίσω μας για να συντηρηθούμε χωρίς κανένα έσοδο για τόσο καιρό. Οπότε, όχι μόνο εμείς αλλά ένα μεγάλο κομμάτι του κλάδου έμεινε χωρίς εισόδημα για 2,5 μήνες. Και ξέρετε, αυτή είναι η μόνη μας δουλειά, δεν είμαστε χομπίστες».

Οταν ήρθε η ώρα για το άνοιγμα, το ηθικό ανέβηκε, όμως οι προκλήσεις συνεχίστηκαν. Ενώ τελικώς ως ημερομηνία επανεκκίνησης ορίστηκε η 25η Μαΐου, οι σχετικές οδηγίες για αποστάσεις και μέτρα ασφαλείας, που ήταν κρίσιμες για να στήσουν από την αρχή οι επιχειρηματίες τα μαγαζιά τους, δόθηκαν μόλις μία εβδομάδα πριν. Ηταν βέβαια προς το καλύτερο, χαλαρότερες από όσα είχαν κυκλοφορήσει ως φήμες, όμως το re-opening έμοιαζε τελικά πολύ με το πρώτο opening. «Είναι σαν να ξανανοίγεις το μαγαζί από την αρχή. Εμείς π.χ. αλλάξαμε το 20%-30% των τραπεζιών μας προκειμένου να μπορέσουμε να βάλουμε όσα μπορούσαμε βάσει των μέτρων.

Αυτά που είχαμε δεν έκαναν όλα για τις αποστάσεις που ορίστηκαν, ουσιαστικά βγήκαν off. Επειτα υπήρξε ένα κονδύλι περίπου 300-350 ευρώ για τις μάσκες του προσωπικού, ενώ σε μεγάλα μαγαζιά όπως το δικό μας, τεράστιο έξοδο είναι και το αντισηπτικό που βρίσκεται διαθέσιμο για προσωπικό και πελάτες. Υπολογίστε απολυμαντικά για καθάρισμα τραπεζιών, καρεκλών και καταλόγων μετά κάθε κράτηση, ενώ εμείς που πήραμε και νέο προσωπικό γιατί κάποιοι από τους παλιούς σταμάτησαν, αναγκαζόμαστε να τους εκπαιδεύουμε αφού άνοιξε το μαγαζί. Η πιο μεγάλη πρόκληση όμως για όλους στην εστίαση είναι η αβεβαιότητα. Περιμέναμε πώς και πώς τις πρώτες μέρες, όμως η βροχή ήταν καταστροφή για πολλά μαγαζιά που δεν έχουν κανένα στέγαστρο, ενώ ο κόσμος φαίνεται επιφυλακτικός προς το παρόν –αναρωτιόμαστε πού είναι όλοι εκείνοι που έπιναν στα πάρκα και στις πλατείες». Και ο καιρός θα φτιάξει, θέλει δε θέλει, όμως ο κόσμος θα επανέλθει με την ίδια ψυχολογία; «Είναι αβέβαιο, καθώς μεγάλο κομμάτι του έχει χάσει την οικονομική του δύναμη γιατί έμεινε από δουλειά ή μειώθηκε το εισόδημά του ή νιώθει κι αυτός την ίδια αβεβαιότητα για το μέλλον».

Το ενδιαφέρον

Ο κόσμος που έρχεται πώς είναι; Φοβάται, προσέχει, έχει χαλαρώσει, τι ρωτάει, τι ζητεί; «Κατ’ αρχάς να πούμε ότι ήταν συγκινητική η στήριξη και το ενδιαφέρον των πελατών μας κατά τη διάρκεια της καραντίνας. Λάβαμε αγάπη, καταλάβαμε ότι τους λείψαμε και βλέπουμε και κατανόηση από αυτούς. Και ξέρω ότι αυτό συμβαίνει στα περισσότερα μαγαζιά. Υπάρχει ένα σεβαστό ποσοστό κόσμου που μοιάζει να μην τον αφορά πλέον το θέμα κορωνοϊός, να νιώθει ότι έχει λήξει, να μη φαίνεται να φοβάται. Να σας πω ένα παράδειγμα. Μας πήραν προχθές για μια κράτηση 25 ατόμων το Σάββατο, όταν είναι γνωστό ότι δεν επιτρέπεται τραπέζι να έχει πάνω από 6 άτομα μαζί. Η αλήθεια είναι πως αυτό είναι εξαιρετικά άβολο για μεγάλες παρέες γενεθλίων κ.λπ., καθώς ακόμα και σε ξεχωριστά τραπέζια να τους βάλουμε, δεν θα μπορούν να σηκώνονται και να πηγαίνουν ο ένας στο τραπέζι του άλλου. Οι συνήθειες αλλάζουν άρδην, και πολύς κόσμος δεν έχει –και λογικό είναι– προσαρμοστεί ή και δεχθεί ότι είναι έτσι τα πράγματα. Συχνά θέλουν να αλλάξουν τη θέση ή την κατεύθυνση της καρέκλας τους και αναγκαζόμαστε να τους αποτρέπουμε, καθώς αν το κάνουν, δεν τηρούνται οι σωστές αποστάσεις με τα άλλα τραπέζια. Είναι πρωτόγνωρο όλο αυτό, ένα πραγματικό sudoku για όλους μας και χρειαζόμαστε τη βοήθειά τους. Πάντως πριν ανοίξουμε φοβόμασταν ότι τα παράπονα που θα έχουμε θα αφορούν ακόμη μεγαλύτερη ασφάλεια (γιατί ο διπλανός είναι τόσο κοντά, γιατί πλησιάζει τόσο ο σερβιτόρος), αλλά τελικά είναι το αντίθετο, είναι παράπονα γιατί δεν τους αφήνουμε αρκετά ελεύθερους. Ο κόσμος μπούχτισε, ζορίστηκε και τώρα με την ύφεση των κρουσμάτων και την έλευση του καλοκαιριού θέλει να νιώσει άνετα, όπως πριν».

Αισιοδοξία υπάρχει; «Φυσικά. Το καλοκαίρι νομίζω θα πάει καλά. Οταν θα έρθουν και οι τουρίστες, θα ζωντανέψει η πόλη. Ας ελπίσουμε ότι το φθινόπωρο δεν θα επιφυλάσσει άλλες δυσάρεστες εκπλήξεις...».

Για περισσότερη αρθρογραφία, γίνετε συνδρομητής στην έντυπη Καθημερινή.