https://www.efsyn.gr/sites/default/files/2020-05/39-sotiria_bellou.jpg?itok=aY0wzZqP

Προσγείωση ΞΓ΄

by

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΚΟΡΟΝΟΪΟΥ

Καταπιάστηκα χθες με το βιτριολικό παρελθόν της Σωτηρίας Μπέλλου· γκραν σουξέ, αν κρίνω από την πλημμυρίδα μηνυμάτων στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο. «Ογδόντα χιλιάδαι δίσκοι» κατά την αμίμητη ατάκα στη γνωστή κωμωδία. Εκών - άκων συνεχίζω και σήμερα να τρεκλίζω στα αβέβαια βήματα της νεαρής και ατίθασης, μετέπειτα εμβληματικής ερμηνεύτριας, αντλώντας υλικό από την αυτοβιογραφία που υπογράφει η Σοφία Αδαμίδου (Πατάκης, 2005): Επειτα από την αποφυλάκισή της, λοιπόν, επιστρέφει στη Χαλκίδα.

Ιδιαζόντως εχθρική αποδεικνύεται η κλειστή επαρχιακή κοινωνία, δημιουργώντας δυσμενές κλίμα έξω στην πόλη και κατ’ επέκταση στο πατρικό της. Ακόμα και τα μικρότερα αδέλφια της, Λάμπης και Πέτρος, αντιμετωπίζουν υφέρποντα ρατσισμό στο σχολείο από μαθητές και καθηγητές, ως στενοί συγγενείς της «βιτριολίστριας». Σαν να μην έφταναν τα παραπάνω, συναναστρέφεται κάτι μυστήριους, παραβατικούς τύπους που μιλούν για ισότητα και χειραφέτηση των μαζών.

Θαρραλέα και ριψοκίνδυνη, ενστερνίζεται τις απόψεις τους και τους βοηθά να διακινούν παρανόμως τον «Ριζοσπάστη». Η κακογλωσσιά πάει σύννεφο. Ο πατέρας της φτάνει στο αμήν. Αυτό δα έλειπε να γίνει και κομμουνίστρια. Της απευθύνει βαριές κουβέντες σ’ έναν απ’ τους απανωτούς τσακωμούς τους, καταρρακώνοντας την αξιοπρέπειά της. Μαζεύει τα μπογαλάκια της και καταφεύγει στην Αθήνα.

Αρχίζει κι ο Πόλεμος εν τω μεταξύ. Πουλά παστέλια και μαντολάτα σε δρόμους και μαγαζιά μπας και κονομήσει πενιχρό χαρτζιλίκι, ενώ κοιμάται σε παροπλισμένα βαγόνια και ενίοτε σε τίποτα θειάδες της. Αγοράζει μπιρ παρά ξεχαρβαλωμένη κιθάρα να πνίγει τον καημό της. Τα καταφέρνει στη μουσική. Ψέλνει μικρή με τον καλλίφωνο παπα-Σωτήρη, τον παππού της, που εκτός απ’ τ’ όνομα της κληροδοτεί και τις χάρες του. Στην Κατοχή παίζει και τραγουδά στα καπηλειά για λίγα αποφάγια και κέρματα που της πετούν οι πελάτες από ευχαρίστηση και συμμετέχει δυναμικά στην εαμική Αντίσταση.

Ριζώνει ένα φεγγάρι στο δωμάτιο του Δήμου του σοφέρ, που, εκτός των άλλων, την παίρνει συντροφιά στα πονηρά παίγνια, όπου αποκτά ισόβιο χούι το μπαρμπούτι. Αρχές του ’47 πηγαίνει για φαΐ σε φιλενάδες της στο Τέρμα Ιπποκράτους. Βλέπει στα Εξάρχεια την ταβέρνα του «Καλλέργη», που ’χει και κιθάρα στον τοίχο. Μπαίνει στον γυρισμό, ξεκρεμάει τ’ όργανο και ζητά να παίξει. «Ο Θεός σ’ έστειλε κορίτσι μου», λέει, ξετρελαμένος με τη φωνή της, κάποιος Μιχάλης στο διπλανό τραπέζι και κανονίζει με τον μαγαζάτορα να εμφανίζεται καθημερινώς.

Ανάμεσα στην παρέα του Δήμου, τυχαίνει να βρίσκεται μια βραδιά ο απόστρατος, αλλά ενεργός συγγραφέας και στιχουργός Κίμων Καπετανάκης. «Πού ήσουν, βρε κοπέλα μου, εσύ;» κάνει φεύγοντας και επιστρέφει ύστερα από μέρες παρέα με τον Τσιτσάνη. Ο Βλάχος τη θαυμάζει στο «Δυο μαύρα μάτια» της Δανάης. Αυτό ήτανε! Ηχογραφούν μαζί στη His Master’s Voice το «Οταν πίνεις στην ταβέρνα», το παρθενικό της. Χαμός! Τα υπόλοιπα τα ξέρουμε λίγο - πολύ και κυρίως τα ακούμε μαγεμένοι επί δεκαετίες.