Ελάφι

by

Στην πολυκατοικία όπου μεγάλωσα, στα όρια Γλυφάδας και Βούλας, τη δεκαετία του ’70, αρκετοί Αμερικανοί ενοικίαζαν διαμερίσματα. Ηταν στρατιωτικοί που εργάζονταν στη βάση του Ελληνικού κι έμεναν με τις οικογένειές τους.

Ηταν η εποχή που η πλατεία της Γλυφάδας ήταν διάσπαρτη με τα περίφημα «αμέρικαν μπαρ». Μια φορά, ένα ζευγάρι Αμερικανών που έμεναν στο ισόγειο μας έφτιαξε ένα γλυκό που μου είχε φανεί παράξενο: μήλα ψητά ή καραμελωμένα, ή και τα δύο αυτά μαζί, καρφωμένα σε ένα καλαμάκι. Δεν θυμάμαι τη γεύση και μάλλον αυτό σημαίνει κάτι. Θυμάμαι επίσης που κάθε Σάββατο ακούγαμε με τον μεγάλο μου αδελφό, μέσω του ραδιοσταθμού της αμερικανικής βάσης, την εκπομπή του Κέισι Κέις με τα εκατό δημοφιλέστερα τραγούδια της Αμερικής.

Αυτά ήταν τα ωραία. Θυμάμαι όμως και κάτι άσχημο: ένας Αμερικανός ενοικιαστής του πατέρα μου, με το χαρακτηριστικό crew cut κούρεμά του (αυτό που στα ελληνικά αποκαλούμε «πεζοναυτικό» ή «χειροβομβίδα»), ένα μεσημέρι «το έχασε». Θέλω να πω, τρελάθηκε.

Τον θυμάμαι σαν τώρα, με το γείσο του τζόκεΐ του κατεβασμένο σχεδόν ώς τη μύτη, κρύβοντας τα μάτια του, να είναι η πιο «ψαρωτική» μορφή που είχα δει ποτέ στη ζωή μου.

Οι φήμες έλεγαν πως είχε περάσει από το Βιετνάμ. Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια. Αυτό που είναι αλήθεια είναι ότι ένα μεσημέρι, βγάζοντας το σκυλί του βόλτα, άρχισε να το χτυπάει και να το κλωτσάει δυνατά, με λύσσα. Ελεγες πως ήθελε να το σκοτώσει.

Θυμάμαι ακόμα τον ήχο της αρβύλας στα πλευρά του ζώου και τις οιμωγές του. Ακόμα και ο συνήθως πράος πατέρας μου βγήκε έξω στη βεράντα και του έβαλε τις φωνές. Σχεδόν όλη η πολυκατοικία έγινε έξω φρενών – κυρίως οι συμπατριώτες του.

Σήμερα μπορώ να καταλάβω ότι το 1976 ή 1977, οπότε και συνέβη το επεισόδιο αυτό, η ευαισθησία απέναντι στα ζώα ήταν μια λέξη περίπου άγνωστη. Οχι ότι σήμερα αυτή η ευαισθησία αποτελεί κανόνα, αλλά, από την άλλη, η κατάσταση δεν συγκρίνεται με το τι γινόταν τη δεκαετία του ’70.

Γιατί τα θυμάμαι τώρα όλ’ αυτά; Νομίζω το φρικαλέο βίντεο-περφόρμανς με το ελάφι που σκοτώνεται και τεμαχίζεται στο όνομα της τέχνης ήταν που μου θύμισε πόσο 1976 μπορεί να είναι και το 2020. Και μάλιστα, στο όνομα της τέχνης – υποτίθεται.

Ο Κόπολα έβαλε να σφάξουν μια αληθινή αγελάδα στο τέλος του «Αποκάλυψη τώρα». Ο Ταρκόφσκι σκότωσε ένα άλογο στο «Αντρέι Ρουμπλιόφ». Οι Βιεννέζοι Αξιονιστές και η Μαρίνα Αμπράμοβιτς έκαναν τέχνη με εντόσθια και οστά ζώων. Πότε; Τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Επικρατεί αρκετή υποκρισία στους φιλόζωους, αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός πως το να σφαγιάζεται ένα ζώο «στο όνομα της τέχνης» δεν είναι απλώς επιεικώς απαράδεκτο, είναι και ένα «παλαιό ημερολόγιο». Παρωχημένο, παλιομοδίτικο, «παλιακό».

Τουλάχιστον εκείνος ο Αμερικανός της Γλυφάδας του 1976 είχε περάσει απ’ το Βιετνάμ. Μάλλον. Σίγουρα, πάντως, δεν υποκρινόταν πως έκανε τέχνη.

Για περισσότερη αρθρογραφία, γίνετε συνδρομητής στην έντυπη Καθημερινή.