Εφιαλτικό το σενάριο αν δεν παίρναμε μέτρα - Ο Σωτ. Τσιόδρας περιγράφει το «καλό», το κακό και το χειρότερο σενάριο
Την ανάγκη επιφυλακής και εγρήγορσης για ένα τυχόν δεύτερο κύμα έξαρσης του κοροναϊού, τόνισε ο Σωτήρης Τσιόδρας κατά την -όπως ανακοινώθηκε- τελευταία τηλεοπτική ενημέρωση του υπουργείου Υγείας, για την εξέλιξη της πανδημίας στη χώρα μας, τονίζοντας ότι όλοι θα πρέπει να ευχόμαστε να μην επαναληφθούν οι ενημερώσεις γιατί αυτό θα σημαίνει ότι τα πράγματα δεν πάνε τόσο καλά έως σήμερα. «Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι πολύ λιγότερο από το 1% του πληθυσμού στη χώρα μας μολύνθηκε από τον κορονοϊό», τόνισε, προσθέτοντας ότι «χθες το βράδυ από την ενημέρωση που είχα, ο αριθμός R0 που δείχνει την πορεία της επιδημίας στη χώρα μας είναι μόλις 0,33%, πολύ κάτω από το 1%.
Ο Σωτήρης Τσιόδρας, έκανε ιδιαίτερη αναφορά στα θύματα που θα είχε η Ελλάδα από τον κοροναϊό, εάν η χώρα δεν είχε λάβει έγκαιρα μέτρα.
Πρόσθεσε δε ότι ως χώρα, περάσαμε με επιτυχία την πρώτη φάση. «Η συμμετοχή του κόσμου ήταν καταλυτική σε αυτή την προσπάθεια. Όπως δείχνουν οι αριθμοί τα μέτρα συνέβαλαν ώστε να μειωθεί κατά 80% η διασπορά του ιού στη χώρα», σημείωσε.
Ο ιός εξακολουθεί να υπάρχει ανάμεσά μας και η επιστροφή στην κανονικότητα θα πρέπει να γίνεται παρακολουθώντας τον και τηρώντας τα μέτρα υγιεινής και απόστασης, να επικοινωνούμε με τους ειδικούς στο παραμικρό σύμπτωμα, να ενημερώνουμε όσους ήρθαν σε επαφή μαζί μας, να απομονωνόμαστε, πρόσθεσε ο Σ.Τσιόδρας λέγοντας: «Η επιφυλακή και η εγρήγορση για ένα τυχόν δεύτερο κύμα που θα αφορά αυτό τον ιό είναι σημαντική».
Όπως είπε στην αρχή αυτός και η επιτροπή δέχθηκαν αυστηρή κριτική για κάποιες από τις εισηγήσεις τους, αλλά ως χώρα περάσαμε με επιτυχία την πρώτη φάση του κορονοϊού. «Η συμμετοχή του κόσμου ήταν καταλυτική σε αυτή την προσπάθεια. Όπως δείχνουν οι αριθμοί τα μέτρα συνέβαλαν ώστε να μειωθεί κατά 80% η διασπορά του ιού στη χώρα», επισήμανε ο ίδιος που έκανε αναφορά στα πρώτα αποτελέσματα από δύο μελέτες σε αιμοδότες και εναπομείναντες ορούς από δείγματα που είχαν ληφθεί Μάρτιο και Απρίλιο, τονίζοντας πως στην πρώτη περίπτωση μόλις 0,7% βρέθηκαν θετικά στον κορονοϊό και στην δεύτερη θετικά βρέθηκαν το 0,35%. «Σήμερα στη χώρα μας έχουν καταγράφει 173 θάνατοι. Με το καλύτερο δυνατό σενάριο σχετικά με τη θνητότητα του ιού και χωρίς τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα, δηλαδή μια μείωση των επαφών του πληθυσμού 10%, ο αριθμός των θανάτων θα ήταν σε μια μέση τιμή, 13. 685».
Το «καλό», το κακό και το χειρότερο σενάριο
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε, ο λοιμωξιολόγος, εαν δεν είχαν ληφθεί τα μέτρα, η χώρα μας θα θρηνούσε με βάση το καλύτερο σενάριο πάνω από 7.000 νεκρούς, με βάση το κακό οι νεκροί θα ξεπερνούσαν τις 13.000, ενώ στο χειρότερο σενάριο, ο κ. Τσιόδρας δεν θέλησε καν να αναφερθεί.
Ειδικότερα όπως είπε ο κ. Τσιόδρας : «Σήμερα έχουν συνολικά καταγραφεί 173 θάνατοι. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχω από την Καθηγήτρια κυρία Σύψα, με το καλύτερο δυνατό σενάριο σχετικά με τη θνητότητα του ιού, δηλαδή ένα 0,55% και χωρίς τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα, δηλαδή μια μείωση των επαφών του πληθυσμού περίπου 10%, ο αριθμός των θανάτων θα είχε μια μέση τιμή 13.685 θανάτους.
Με μια μείωση των επαφών κατά 20% θα ήταν 7.015 θάνατοι.
Τα χειρότερα σενάρια δεν τα αναφέρω, γιατί έστω και αργά κάποια μέτρα φυσικά και θα τα παίρναμε, όπως συνέβη σε άλλες χώρες. Τότε όμως θα ήταν αργά», ανέφερε χαρακτηριστικά ο καθηγητής.
Παράλληλα έκανε αναφορά στα πρώτα αποτελέσματα από δύο μελέτες σε αιμοδότες και εναπομείναντες ορούς από δείγματα που είχαν ληφθεί Μάρτιο και Απρίλιο, τονίζοντας πως στην πρώτη περίπτωση μόλις 0,7% βρέθηκαν θετικά στον κοροναϊό και στην δεύτερη θετικά βρέθηκαν το 0,35%.
Η σύγκριση με άλλες χώρες
Σημείωσε δε πως στην Ελλάδα, καταγράφονταν συνολικά 16 θάνατοι ανά εκατομμύριο πληθυσμού έναντι 815 στο Βέλγιο, 574 στην Ισπανία, πάντα ανά εκατομμύριο πληθυσμού, 555 στο Ηνωμένο Βασίλειο και 544 ανά εκατομμύριο πληθυσμού στην Ιταλία.
Αν ξέχναγα τις μαθηματικές εκτιμήσεις και στη χώρα μας είχαμε αντίστοιχα περίπου 500 θανάτους ανά εκατομμύριο, λιγότερους από αυτούς που σας λέω, θα αναμέναμε περίπου 5.400 θανάτους».