Ανάλυση: Περί εθνικής αυτοπεποίθησης
by ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΕΔΟΣΤα τελευταία χρόνια υπάρχει ένας διαρκής βομβαρδισμός από πραγματικά ανηλεείς κοινοτοπίες σχετικά με τη θέση της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο, τις επιδιώξεις στα Βαλκάνια, την ισχύ και τις δυνατότητές της. Την ίδια στιγμή η γειτονική Τουρκία παρουσιάζεται ως μια χώρα που βρίσκεται στο κατώφλι της καταστροφής, οικονομικής, υγειονομικής ή άλλης. Όλα αυτά θα ήταν εξαιρετικά αν επιβεβαιώνονταν με κάποιο τρόπο, από την πραγματικότητα. Η Τουρκία κατόρθωσε να ανοίξει δύο μέτωπα έξω από τα σύνορά της, εμφανίζεται να δημιουργεί προβλήματα προς όλες τις κατευθύνσεις των συνόρων της και, παρόλα αυτά, αποκτά σχεδόν μόνιμη θέση στο τραπέζι στη Λιβύη, εξισορροπεί κάπως την κατάσταση στη Συρία, συνεχίζει ακάθεκτη την στρατηγική θαλάσσιας επέκτασής της με πρώτους προφανείς στόχους τα κυριαρχικά δικαιώματα Ελλάδας και Κυπριακής Δημοκρατίας. Τα προηγούμενα χρόνια η Τουρκία τα πήγε περίφημα και στον τομέα της καινοτομίας. Δεν περιορίστηκε να αποτελεί τον τόπο της φθηνής βιομηχανικής παραγωγής της Δύσης, αλλά επένδυσε, μέσω του πλέον ασφαλούς πολλαπλασιαστή, της άμυνας, στην παραγωγή UAV και άλλων συστημάτων, τα οποία την έχουν τελικά «μπάσει» για τα καλά στο διεθνές παιχνίδι. Εν ολίγοις, παρά τις πτωχές επιδόσεις της σε κάποιους δείκτες, ιδιαίτερα στην ανθρώπινη ανάπτυξη και την ελευθερία της γνώμης και του πολιτεύεσθαι, η Τουρκία εμφανίζεται ως μια χώρα παραδόξως εξελιχθείσα μέσα στις δυσκολίες των καιρών.
Αυτή η «τουρκική» εισαγωγή γίνεται κατά κύριο λόγο προκειμένου να προχωρήσουμε στις ημέτερες υποθέσεις. Το αντιθετικό σχήμα χρησιμοποιείται, διότι η σύγκριση με την Τουρκία χρησιμοποιούταν παλαιότερα για να αναδειχθεί η πρόοδος της Ελλάδας έναντι του «ανατολίτη» και ανατολικού γείτονά της. Οι εκάστοτε φορείς της Ελληνικής Δημοκρατίας ισχυρίζονται ότι η χώρα έχει την υποχρέωση να προβάλει ισχύ στην Ανατολική Μεσόγειο. Πράγματι αυτή είναι η ενδεδειγμένη πολιτική για μια χώρα χτισμένη και προσανατολισμένη στην θάλασσα. Επιθυμούμε να είμαστε μέρος του παιχνιδιού σε μια περιοχή όπου ανταγωνίζονται οι ΗΠΑ με τη Ρωσία, αναδύονται ως μεσαίου μεγέθους περιφερειακές δυνάμεις η Τουρκία και η Αίγυπτος, το Ισραήλ διαδραματίζει τον δικό του διακριτό ρόλο. Κι εμείς; Η Ελλάδα καμώνεται, στην πραγματικότητα, την ναυτική δύναμη, ενώ ο στόλος της γηράσκει ταχέως. Είμαστε υπερήφανοι για τις δαπάνες 2% επί του αμυντικού προϋπολογισμού, πάνω από το όριο που θέτει το ΝΑΤΟ και εισπράττουμε την σχετική φιλοφρόνηση κάθε χρόνο από τον εκάστοτε γ.γ. της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Δεν διευκρινίζουμε, βέβαια, ότι από αυτό το ποσοστό μόλις 530 εκατ. ευρώ αφορά τον ετήσιο προϋπολογισμό, ο οποίος – υπό φυσιολογικές συνθήκες – αναλώνεται προτού… αλέκτωρ φωνήσαι τρις. Ποια λοιπόν η… μακρά χειρ της Ελληνικής διπλωματίας;
Ακόμα χειρότερα, κάτω από αυτή την όχι πολύ ιδανική εικόνα υποκρύπτεται και η σχεδόν ολοκληρωτική απουσία υποδομών. Για πάρα πολλά χρόνια η ΕΑΒ λειτουργεί περίπου ως διεκπεραιωτής προγραμμάτων που προέρχονται σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα από μια εταιρεία και δεν αναπτύσσει δυνατότητες που θα μπορούσαν να είναι χρήσιμες για την ανάπτυξη μιας αμιγώς εθνικής αμυντικής βιομηχανίας. Δεν αναφέρομαι καν στα υπολείμματα άλλων αμυντικής φύσης εταιριών, που περιμένουν την ιδιωτικοποίησή τους.
Το πρόβλημα, βέβαια, είναι ευρύτερο. Και αφορά την δυσκολία της χώρας να αποκτήσει μια ευρεία, λειτουργική και καινοτόμο οικονομία, η οποία θα στηρίξει και τις όποιες φιλοδοξίες στην περιοχή. Κοινώς, λείπουν οι βάσεις μιας εθνικής αυτοπεποίθησης. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα. Κατά τη διάρκεια του lockdown – και αυτό αποτελεί μια αδιαμφισβήτητη επιτυχία της κυβέρνησης – προωθήθηκε ταχύτερα ο ψηφιακός μετασχηματισμός του κράτους με ασυνήθιστη, για τα ελληνικά δεδομένα, ταχύτητα. Παράλληλα, στον τομέα της παιδείας οι πρωτοβουλίες που ελήφθησαν για τηλεκπαίδευση, βασισμένες σε άλλες δεκαετίες, δείχνουν την απόσταση που πρέπει ακόμα να διανύσει η δημόσια διοίκηση. Ενώ υπάρχει ένα πραγματικά ταλαντούχο ανθρώπινο δυναμικό, η χώρα δυσκολεύεται να το αξιοποιήσει. Και είναι πολύ βάσιμοι οι φόβοι όλων όσοι θεωρούν ότι μόλις μεγάλες χώρες αρχίσουν να λαμβάνουν ξανά τις θέσεις τους στον στίβο της παγκόσμιας οικονομίας, οι ταλαντούχοι θα φύγουν. Ξανά. Πρέπει, λοιπόν, η βάση της οικονομίας να μην παραμείνει ο τουρισμός. Καλός ο τουρισμός αλλά δεν φτάνει. Απαιτείται ένας υπερκομματικός μηχανισμός μετασχηματισμού του κράτους, το οποίο ήταν και παραμένει ο πλέον ασφαλής και επαρκής φορέας πλοήγησης και στον 21ο αιώνα.
Έχουμε ήδη εισέλθει σε μια περίοδο ανακατατάξεων, που δεν είναι μόνο γεωπολιτικές. Είναι οικονομικές, κοινωνικές, τεχνολογικές και βαθιά πολιτικές. Είτε θα επιλέξουμε εμείς τη θέση μας στον νέο κόσμο που αναδύεται, είτε θα αναγκαστούμε να συμβιβαστούμε με κάτι λιγότερο από αυτό που μας αξίζει.