Προσγείωση ΝΘ΄
by Δημήτρης ΝανούρηςΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΚΟΡΟΝΟΪΟΥ.
Ο ήλιος έγερνε πίσω απ’ τα βουνά της Αττικής κι έντυνε το τοπίο με αυτοκρατορική πορφύρα. Αγναντεύοντας στην πλώρη, ένα επίπεδο κάτω απ’ τη γέφυρα, ένιωθα και την τελευταία κουκκίδα της μηδαμινότητάς μου να λούζεται στη συγκλονιστική εσπερινή φωτοχυσία. Διαχεόμουν στις ανταύγειες του ηλιοβασιλέματος υπέρπλεως ηδονών και απολαύσεων, κατάφορτος σημαινόμενων και αιτιατών, υπερχειλής επιστροφών και αναχωρήσεων. Αλλά και πλήρης υποβολιμαίων ερωτημάτων. Στ’ αριστερά μου οι Πεταλιοί, ως επαμφοτερίζοντες χαμαιλέοντες, άλλαζαν τόνους από το τριανταφυλλένιο στο βυσσινί και το γκρενά, απ’ το ρόδινο στο άλικο και το ύσγινο κι απ’ το πυρρόξανθο στο φλόγινο και το αιμάτινο, προτού αφεθούν νικημένοι στην παντοκρατορία του μαύρου.
Διάπυροι κρουνοί ανάβρυζαν απ’ τ’ αβυθομέτρητα βάθη και ξεχύνονταν στον ουράνιο θόλο· φαντασμαγορικά πυροτεχνήματα που πυρπολούσαν τη σκοτεινή πλευρά της υπαρξιακής μας σελήνης. «Αναρχία σκέτ’» καταπώς αφόπλιζαν τον παλιόφιλο Σάκη φιλοπαίγμονες Ακαρνάνες συγχωριανοί του, αντικρίζοντάς τον πρωτοσέλιδο στην μπροστινή αλυσίδα άγριας διαδήλωσης του ’80. Πίσω, δυσδιάκριτη η Κάρυστος ανυπομονούσε ν’ ανάψουν οι νυχτερινοί της φανοστάτες, όπως η Ραφήνα μπροστά και η μακροτενής πέριξ ακτή... Ξετρύπωσα το ημιτελές κείμενο, ανάμεσα σε νοσταλγικά προγράμματα κινηματογράφων, παλιές φωτογραφίες, εισιτήρια πλοίων και αγώνων της ΑΕΚ, τακτοποιώντας το Σάββατο ξεχασμένα συρτάρια.
Οι εικόνες παραμένουν ζωντανές: Τέτοιες μέρες, τριήμερο Αγίου Πνεύματος, πριν από δώδεκα ολόκληρα χρόνια λιαζόμασταν με εκλεκτή συντροφιά σε απρόσιτες παραλίες της Νότιας Εύβοιας. Στο ταξίδι του γυρισμού, κάπνιζα κατά την προσφιλή μου συνήθεια στο κατάστρωμα κι έπεσα πάνω στη μαγευτική πανδαισία. Φθάνοντας σπίτι μπήκα στο ντους να φύγουν τ’ αλάτια και, χαλαρώνοντας ύστερα στη δροσερή πρασιά του πατρικού μου, συνοδεία ουίσκι, δοκίμασα να σκιαγραφήσω την αλησμόνητη παράσταση σε τετράδιο, ανεπιτυχώς προφανώς γιατί τα παράτησα. Εκοψα και φύλαξα μολαταύτα το χαρτί, επειδή αισθανόμουν ότι οφείλω να ολοκληρώσω το γραφτό.
Ισως έφτασε τώρα η ώρα. Αδυνατώντας να επαναλάβω τον πλου, καθότι οι ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες τελούσαν ακόμη υπό καραντίνα, καβάλησα τη μοτοσικλέτα το σούρουπο μπας και απολαύσω τη χρωματογραφία του άστεως. Σταμάτησα να χαιρετήσω τη Χαρίκλεια, που ’πινε καφέ στη βεράντα της παρακάτω, και σκύβοντας προς τη μανιβέλα είδα χειρουργική μάσκα πιασμένη στον τροχό. Παρατηρούσα επισταμένως έκτοτε και σε λιγότερο από μισό χιλιόμετρο μέτρησα δεκατρείς στο οδόστρωμα και διπλάσια πλαστικά γάντια. Σκόρδα στον Τσιόδρα! Αισιόδοξη νότα: Ο φίλος μου ο Κώστας φχαριστήθηκε το κέντρο της Αθήνας α λα επόκ μπελ, δίχως αιωρούμενα αέρια και ντεσιμπέλ, σε γαλήνιους περιπάτους με τη Μαρίκα τις μέρες του εγκλεισμού. Η πόλη κρύβει απαράμιλλες ομορφιές, αρκεί να μην την κάνουμε σαν τα μούτρα μας.