https://www.efsyn.gr/sites/default/files/2020-05/vivlio_3.jpg?itok=QWQrZO3c

Ο ναζισμός, το Ολοκαύτωμα και ο ρόλος του ιστορικού

by

Ο Σαούλ Φριντλέντερ, συγγραφέας πολλών εμβληματικών βιβλίων για την εξόντωση των Εβραίων, στο έργο του «Σκέψεις για τον ναζισμό» (εκδόσεις Πόλις) συνομιλεί με τον δημοσιογράφο Στεφάν Μπου και δίνει τις δικές του απαντήσεις για τις αιτίες, αλλά και τις συνθήκες, που επέτρεψαν να συμβεί το, κατά Χάνα Αρεντ, «ριζικό κακό».

Μπορούν να υπάρξουν βιβλία που να θεωρούνται ιστορικά από άποψη έρευνας, αλλά και αφηγηματικά ως προς τη μέθοδο προσέγγισης, για ένα γεγονός που σημάδεψε όχι μόνο τον συγγραφέα τους, αλλά και την ανθρωπότητα ολόκληρη, τέτοιο όπως το Ολοκαύτωμα; «Ναι» απαντά ο Σαούλ Φριντλέντερ, ο γεννημένος στην Πράγα από εβραϊκή οικογένεια ιστορικός, ο οποίος έζησε στη Γαλλία, ενώ οι γονείς του δολοφονήθηκαν στο Αουσβιτς.

Ο Φριντλέντερ, συγγραφέας πολλών εμβληματικών βιβλίων για την εξόντωση των Εβραίων, στο έργο του «Σκέψεις για τον ναζισμό» (εκδόσεις Πόλις) συνομιλεί με τον δημοσιογράφο Στεφάν Μπου και δίνει τις δικές του απαντήσεις για τις αιτίες, αλλά και τις συνθήκες, που επέτρεψαν να συμβεί το, κατά Χάνα Αρεντ, «ριζικό κακό».

Οι συζητήσεις διατρέχουν τον 20ό αιώνα και ιχνηλατούν τις απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα που θα μπορούσαν να κάνουν καλύτερα κατανοητό ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα της ιστορίας, με δράστη ένα κατά τα λοιπά από τα πλέον καλλιεργημένα έθνη του κόσμου: τους Γερμανούς.

Γνώριζε ο γερμανικός λαός;

Η μέθοδός του ξεκινά από το ερώτημα κατά πόσο γνώριζε ο γερμανικός λαός το εν εξελίξει έγκλημα, με την απάντηση να είναι καταφατική. Αναφέρει ότι με βάση τα στοιχεία ορισμένων ιστορικών, περίπου τριάντα με σαράντα εκατομμύρια Γερμανοί ήταν ενήμεροι για την εξόντωση των Εβραίων.

Οπως τονίζει, από το 1943 και μετά, αυτό ήταν κάτι που συζητούσαν ευρύτατα οι στρατιώτες οι οποίοι επέστρεφαν από το μέτωπο, οι φήμες οργίαζαν, αλλά ταυτόχρονα ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού έβλεπε με τα μάτια του γείτονες και γνωστούς να φορτώνονται στα τρένα και να «εξαφανίζονται». Μπορεί, μας λέει, να μην ήξεραν τις μεθόδους που χρησιμοποιούσαν οι ναζί, όμως γνώριζαν τι περίμενε τους Εβραίους.

Ενα δεύτερο ερώτημα ήταν εάν γνώριζαν οι Εβραίοι τι τους περίμενε. Σε αυτό η απάντηση του Φριντλέντερ είναι αρνητική. «Αυτή η άγνοια για την τύχη τους εξηγεί εν μέρει την παθητικότητά τους καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας», λέει χαρακτηριστικά.

Οι περισσότεροι δεν προσπάθησαν να αντισταθούν ή έστω να διαφύγουν. Αυτός ήταν και ο λόγος που, όπως αναφέρει ο συγγραφέας, μετά τον πόλεμο οι ακροδεξιοί σιωνιστές του κράτους του Ισραήλ περιφρονούσαν τους επιζήσαντες Εβραίους της Ευρώπης. Η συντριπτική πλειονότητα αυτών των Εβραίων πίστεψε το αφήγημα των ναζί ότι τους μεταφέρουν στην Ανατολική Ευρώπη σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας.

Ο Φριντλέντερ ενσωματώνει στο έργο του ημερολόγια, αφηγήσεις και εξιστορήσεις των θυμάτων, προκειμένου να τους δώσει φωνή, ενώ επιμένει στην ανάγκη του ιστορικού να παραμείνει πιστός στο αρχειακό υλικό της εποχής. Αλλωστε ο ίδιος πέρασε πολλά χρόνια της ζωής του αναδιφώντας αρχεία κάθε είδους σε Γερμανία, Γαλλία, ΗΠΑ και Ισραήλ, προκειμένου να αναπαραστήσει και να ανασυνθέσει μια τρικυμιώδη εποχή εθνικισμού, ρατσισμού και ακραίας βίας, μέσα από τις πράξεις και τις παραλείψεις των πρωταγωνιστών της.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις συζητήσεις αυτές με τον Μπου παρουσιάζει η δεκαετία του 1980, εποχή κατά την οποία ξέσπασε η λεγόμενη «έριδα των ιστορικών». Αυτή αφορούσε την προσπάθεια ορισμένων συναδέλφων του Φριντλέντερ –όπως οι Ερνστ Νόλτε, Μάρτιν Μπρόστσατ και Φρανσουά Φιρέ– να «αναθεωρήσουν» την ιστορία του ναζισμού, ορισμένες φορές εξισώνοντάς τον με τον σταλινισμό, μέσω της έννοιας του «ολοκληρωτισμού». Ο Νόλτε υποστήριζε ότι οι ναζιστικές θηριωδίες ήταν το ανάλογο των εγκλημάτων του Στάλιν και ότι το Αουσβιτς ήταν το κατοπτρικό είδωλο του γκουλάγκ.

Παρότι ο συγγραφέας συμμετείχε ενεργά σε αυτή τη δημόσια συζήτηση –κυρίως μέσω του Τύπου και διαφόρων συνεδρίων–, από άποψη αρχής δηλώνει ότι απορρίπτει τον διάλογο με τους αρνητές του Ολοκαυτώματος, καθώς, όπως λέει, διακατέχονται από την έμμονη ιδέα ότι οι Εβραίοι επινόησαν την ιστορία της εξόντωσής τους. Φέρνοντας ως παράδειγμα την προσωπική του εμπειρία με τον Νόλτε, διαπιστώνει ότι «πίσω από τους ισχυρισμούς τους κρύβονται όλες οι πατροπαράδοτες αντισημιτικές θεωρίες».

Η «τελική λύση»

Ακόμα ένα ζήτημα με το οποίο καταπιάνεται το βιβλίο είναι το πότε ελήφθη η απόφαση για την «τελική λύση», αλλά και για τον ρόλο σε αυτήν του ίδιου του Χίτλερ. Ο Φριντλέντερ λέει, συμφωνώντας σε αυτό και με πολλούς άλλους ιστορικούς, ότι η απόφαση για γενική εξόντωση πρέπει να πάρθηκε μεταξύ του φθινοπώρου του 1941 και τις αρχές του χειμώνα του 1942.

Στόχος ήταν η εξολόθρευση συνολικά έντεκα εκατομμυρίων Εβραίων της Ευρώπης, ο οποίος όμως έμεινε «ημιτελής», αφού τελικώς το σύνολο των θυμάτων υπολογίζεται βασίμως στα έξι εκατομμύρια. Η εντολή για ένα τέτοιο δυσθεώρητο «έργο» δεν μπορεί παρά να προήλθε από τον Φίρερ.

Μια άλλη πληροφορία –όχι και τόσο γνωστή– είναι το ότι από αυτά τα έξι εκατομμύρια, τα δύο δολοφονήθηκαν με σφαίρες σε μαζικές εκτελέσεις κυρίως στις χώρες της Βαλτικής και στην κατεχόμενη Σοβιετική Ενωση, εκεί δηλαδή όπου δεν υπήρχαν θάλαμοι αερίων. Σε αυτούς πρέπει να προστεθούν και όσες εκατοντάδες χιλιάδες πέθαναν από πείνα στα γκέτο ή από την εξάντληση και τις ασθένειες στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας.

Ως κατακλείδα, ο Φριντλέντερ τάσσεται ρητά και κατηγορηματικά κατά της πολιτικής εκμετάλλευσης του Ολοκαυτώματος από την εθνικιστική και θρησκευτικά μισαλλόδοξη Δεξιά του Ισραήλ, η οποία έφθασε στο σημείο να ισχυρίζεται, διά στόματος του πρωθυπουργού Μεναχέμ Μπέγκιν, ότι ο Γιάσερ Αραφάτ είναι σαν τον Χίτλερ.

Το βιβλίο, ένας αυτοβιογραφικός ποταμός, με τη βοήθεια και των αριστοτεχνικών και ουσιαστικών ερωτήσεων του Στεφάν Μπου, δίνει ένα πανόραμα της ζωής ενός σημαντικού ιστορικού, αλλά ταυτόχρονα και του μεγαλύτερου εγκλήματος του 20ού αιώνα, τον οποίο ο Εντσο Τραβέρσο χαρακτήρισε «πεδίο μάχης».