https://www.efsyn.gr/sites/default/files/anergia_7_7.jpg?itok=UdpBqojS
EUROKINISSI // ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑ

Ανεργία: ο ελεύθερος χρόνος ως «τραγικό δώρο»

by

Μπροστά στην αβεβαιότητα ως προς τη διάρκεια και την ένταση της υγειονομικής κρίσης, μια από τις αναμενόμενες συνέπειες είναι η αύξηση του άνεργου πληθυσμού, αλλά και των ανθρώπων που περιέρχονται σε καθεστώς αργίας. Καταλυτικό στοιχείο συνιστά για τους ανθρώπους χωρίς εργασία η παράμετρος του χρόνου, ο οποίος προκύπτει αρνητικά ως «ελεύθερος», ως απώλεια ζωτικής σημασίας αγαθού και όχι ως αποτέλεσμα μιας επιτυχούς διεκδίκησης.

Οι κοινωνικές και ψυχολογικές επιπτώσεις μεγαλώνουν, όταν γίνεται συνειδητό όλο και περισσότερο ότι η ελευθερία του χρόνου είναι η τραγική κατάληξη μιας αποστέρησης, αυτής της εργασίας. Τόσο οι ανθρωπολογικές διαπιστώσεις του Arnold Gehlen, ο οποίος διακρίνει στην αξία και στο περιεχόμενο της εργασίας τη μοναδική δυνατότητα του ανθρώπου να υπερβεί μια γενετικά κληρονομημένη μελαγχολία, όσο και το «τραγικό δώρο» του ελεύθερου, με την έννοια του «κενού», χρόνου, που επιφυλάσσει η ανεργία στον άνθρωπο, όπως προκύπτει από τη μελέτη για τους μακροχρόνια ανέργους του Μαρίενταλ(1), παρουσιάζουν εμφατικές ομοιότητες.

Ιδίως στην περίπτωση του Mαρίενταλ, μιας βιομηχανικής περιοχής έξω από τη Βιέννη, όπου κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου μια ιδιαίτερα προηγμένη σε επίπεδο κοινωνικών και δημοκρατικών κατακτήσεων κοινότητα εργατών βίωσε απότομα τη μετάπτωση σε καθεστώς μαζικής και μακροχρόνιας ανεργίας, η απάντηση στο ερώτημα εάν η ανεργία καλλιεργεί συνθήκες έντονης και συλλογικής δραστηριοποίησης ή οδηγεί σε μια παθητική στάση, στη μοιρολατρία και στον πεσιμισμό, έγειρε δραματικά, σχεδόν μαζικά, προς τη δεύτερη περίπτωση.

Είναι χαρακτηριστικό ότι με την αύξηση του χρόνου ανεργίας, η αρχική δυσαρέσκεια μετουσιωνόταν σε απόγνωση, η συμμετοχή σε οργανώσεις και σωματεία έφθινε και οι πολιτιστικές αξίες υποχωρούσαν, δίνοντας χώρο έκφρασης σε κατώτερα συναισθήματα, αναίτιες αντιπαλότητες και πρωτόγονους τρόπους σύγκρουσης.

Η συμπτωματολογία της σταδιακής κατάθλιψης άφηνε τα ίχνη της σε μια αδιαφορία για την κοινωνική ζωή, σε μια πνευματική φθορά. Η αδυναμία αντιμετώπισης μιας φαινομενικά αναπόφευκτης εξέλιξης, η υποχώρηση γενικότερων χαρακτηριστικών λειτουργικότητας, αυτοεκτίμησης και κύρους δημιουργούσαν σοβαρά εμπόδια στις κοινωνικές σχέσεις, παγιώνοντας μια κατάσταση αδράνειας και κοινωνικής απομόνωσης. Ενοχικά και τραυματικά συναισθήματα απαξίωσης και απόρριψης οδηγούσαν την ύπαρξη του ανέργου να μοιάζει ασήμαντη και περιττή, ενώ απουσίαζαν και οι συναισθηματικοί πόροι για μια εναλλακτική αντιμετώπιση.

Την ίδια περίοδο, ο Ödön von Horváth στο θεατρικό του έργο «Ιστορίες από το δάσος της Βιέννης» μας περιγράφει ανάλογες συμπεριφορές από την παρηκμασμένη μικροαστική τάξη της Βιέννης και άνεργων μικροεπαγγελματιών την ίδια περίοδο του Μεσοπολέμου.

Και σ’ αυτήν την περίπτωση κυριαρχούν η εξαθλίωση, η αδιαφορία και η απάθεια, που απορρέουν βέβαια από την κατάρρευση του μεγαλείου της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, ενώ η ανάδυση της μικροαστικής υποκρισίας, η μικρότητα του ατομικισμού και των απέλπιδων συναισθημάτων για μια ισορροπημένη ζωή προαναγγέλλουν, και εδώ, την πολιτική και κοινωνική βία, καθώς και την έλευση του φασισμού, στον οποίο προσχώρησαν, όχι οπωσδήποτε με ιδεολογικά κίνητρα, πολυπληθή στρώματα παθητικοποιημένων ανέργων.

Σε καθεστώς παρατεταμένης ανεργίας ο χρόνος χάνει σχεδόν εντελώς τη λειτουργία του ως δομημένο μέγεθος ζωής και επομένως οποιαδήποτε εξέλιξη μοιάζει ατέρμονη. Ο χρόνος είναι μεν αρκετός, αλλά αργός και προοδευτικά κενός διεργασιών αναζήτησης νοήματος, προσανατολισμού και οργάνωσης των σκέψεων, καθώς και διάθεσης ανασχεδιασμού της ζωής. Στην ουσία ο ελεύθερος χρόνος σταθμίζεται πάνω στην έννοια της εργασίας και με την απώλειά της εύκολα προσλαμβάνεται ως χρόνος απραξίας, όχι ως ελεύθερος χρόνος αλλά ως κενός χρόνος.

Συμπερασματικά, η μαζική και μακροχρόνια ανεργία καταγράφει διαχρονικά φαινόμενα μιας «κουρασμένης», παραιτημένης και καταθλιπτικής κοινωνίας· μιας κοινωνίας ματαιωμένων προσδοκιών, άρνησης για πολιτική δράση και πολιτικής απάθειας.

Συχνά η «κούραση» είναι κυριολεκτικά ευδιάκριτη ακόμα και στη φυσική παρουσία και στάση του σώματος των μακροχρόνια ανέργων (χαρακτηριστική είναι η εικόνα να περπατούν συνήθως αργά και με το κεφάλι σκυφτό), ως σιωπηλά και παθητικά υποκείμενα, θύματα αρνητικών επιπτώσεων και παράπλευρη απώλεια του οικονομικού συστήματος. Οι ίδιοι δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν τις ακριβείς αιτίες, αλλά μόνο τις τραγικές συνέπειες που αυτές επιφέρουν στην ατομική και οικογενειακή τους ζωή.

Η νέα κανονικότητα που προαναγγέλλεται για τη μετά την υγειονομική κρίση περίοδο δεν μπορεί παρά να αντιλαμβάνεται την ανάκαμψη της οικονομίας ως μια συνάρτηση μεγεθών αλλά και προοπτικής ζωής ανθρώπων, όπου ο ελεύθερος χρόνος που νοηματοδοτείται σε σχέση με την εργασία να μπορεί να είναι δημιουργικός και πολύτιμος. Αυτό απαιτεί να παρθούν εγκαίρως πολιτικά και οικονομικά μέτρα αντιμετώπισης μιας επερχόμενης εργασιακής πανδημίας και επισφάλειας.

(1) M. Jahoda, P. F. Lazarsfeld, H. Zeisel: Οι άνεργοι του Marienthal (η ελληνική έκδοση -μετάφραση και εισαγωγικό κεφάλαιο Ν. Ναγόπουλος- αναμένεται τον Ιούνιο από τις εκδόσεις Προπομπός)

*καθηγητής Κοινωνιολογίας, κοσμήτορας Σχολής Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Αιγαίου