Ο Ερνέστος Τσίλλερ αποκαλύπτεται
by ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣMΑΡΙΛΕΝΑ Ζ. ΚΑΣΙΜΑΤΗ
Αναμνήσεις του Ερνστ Τσίλλερ
εκδ. Peak Publishing,
Αθήνα 2020, σελ. 249
Δύσκολο να φανταζόταν κανείς, έστω και λίγα χρόνια πριν, πως η υπόθεση «Ερνστ Τσίλλερ», τόσο κομβικής σημασίας για την κατανόηση της αστικής συγκρότησης της Ελλάδας, θα εμφανιζόταν και πάλι και θα άνοιγε ως μια υπόθεση δημοσίου ενδιαφέροντος με νέα στοιχεία για να θέσει μία σειρά από ερωτήματα. Η Μαριλένα Ζ. Κασιμάτη, δρ Ιστορίας της Τέχνης και επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης (1984-2018), φέρνει τον καρπό μιας μεγάλης έρευνας πάνω στον τσιλλερικό κόσμο και με τη δημοσίευση των «Αναμνήσεων» του Γερμανού αρχιτέκτονα, μας θέτει ενώπιον αδιάσειστων τεκμηρίων.
Η προσωπικότητα του Σάξονα αρχιτέκτονα, ενός ανθρώπου γαλουχημένου με τις αρχές του γερμανικού κόσμου των δεκαετιών 1840 και 1850 (με άγουρες μνήμες ακόμη και από την επανάσταση του 1848 και τον Κριμαϊκό Πόλεμο), μας προσφέρεται μέσα από την αυτοβιογραφική γραφή του. Αλλά είναι και μέσα από τις επιστολές των θυγατέρων του Ναταλίας και Ιωσηφίνας, στις αρχές του 20ού αιώνα, στην αδελφή του Τσίλλερ στο Ομπερλέσνιτς της Σαξονίας και του ξενιτεμένου στις ΗΠΑ γιου του, Οτο προς τον πατέρα του, το 1917, που αποκαλύπτεται η δυσμενής θέση στην οποία είχε περιέλθει τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Η Μαριλένα Κασιμάτη υποτάσσει το υλικό της πλήρως και το ανασκαλεύει δεξιοτεχνικά, αρχίζοντας την αφήγησή της από το... τέλος, μιλώντας για την κατάληξη του Τσίλλερ (1923) σε πτωχοκομείο κατεστραμμένου πλέον οικονομικά. Υπάρχουν πολλές πτυχές της ζωής του που αποκαλύπτονται ή διαφαίνονται από τις δικές του επιλεκτικές περιγραφές, αλλά αυτό που μοιάζει να έχει μεγαλύτερη σημασία ακόμη και από τα γοητευτικά στοιχεία μιας ρομαντικής ιστόρησης είναι οι βαθμίδες γνώσης και ενδιαφέροντος γύρω από τον ίδιο τον Τσίλλερ τα τελευταία 120 και πλέον χρόνια.
Η ακμή του Τσίλλερ ήταν οι τρεις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, όταν ο ίδιος, ως εκπρόσωπος ενός αισθητικού και ιδεολογικού ρεύματος αναγεννησιακού κλασικισμού εκπροσώπησε τόσο τη μεγαλοαστική τάξη όσο και το ελληνικό κράτος, ιδρύοντας επί της ουσίας μια σχολή σκέψης πάνω στη μορφή των κτιρίων. Ο Τσίλλερ πήρε τον κληρονομημένο κλασικισμό από τα χρόνια του Οθωνα και τον οδήγησε σε μια αστική ολοκλήρωση. Παίρνοντας ελευθερίες στη σύνθεση γέννησε τον τσιλλερικό κόσμο με τις Καρυά-τιδες, τους ερωτιδείς, τις σφίγγες, τους κύκνους, τις ερυθρές μετόπες, τα αγάλματα-στέψεις και τις ζωγραφισμένες εισόδους.
Συνδέθηκε με εκδοχές του ευρωπαϊκού Ιστορισμού και εκπροσώπησε αυτό που συνοπτικά θα λέγαμε τρικουπική απογείωση του αστισμού επί Γεωργίου Α΄. Σμίλεψε ένα τρόπο του βλέμματος, απέκτησε μιμητές και επιγόνους, από αρχιτέκτονες έως μαστόρους.
Η Μαριλένα Κασιμάτη, που μελετάει τον Τσίλλερ επί χρόνια (δική της και η έκθεση αφιέρωμα στην Εθνική Πινακοθήκη το 2010), μας παραδίδει τα κλειδιά σε μια συγχρονισμένη αντίληψη για την τσιλλερική παρακαταθήκη. Η γραφή της έχει χάρη και στιβαρότητα, συνδυασμός που απελευθερώνει την αναγνωστική εμπειρία, και η επιστημονική της προσέγγιση λαμβάνει υπόψη όλη την εξέλιξη της τσιλλερικής γνώσης τα τελευταία χρόνια.
Ενα εξαιρετικό επίμετρο στην έκδοση των «Αναμνήσεων» υπογράφεται από την Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ, από τις ηγετικές μορφές στην έρευνα της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής και στα κείμενα αναφέρονται επίσης τόσο η Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη, επίσης κορυφαία ερευνήτρια, ως αποδέκτρια και εκείνη των επιστολών των θυγατέρων του Τσίλλερ, όσο και οι σπουδαίοι παλαιοί διευθυντές της Εθνικής Πινακοθήκης, Μαρίνος Καλλιγάς και Δημήτρης Παπαστάμος, στους οποίους οφείλονται πολλά για την πρόοδο της γνώσης μας στον Τσίλλερ. Επί της ουσίας, οι δύο τελευταίοι διέσωσαν το αρχείο Τσίλλερ και συνέβαλαν στη διάδοση του έργου του, σε μια εποχή κατά την οποία ο κόσμος του Ιστορισμού και της αστικής αναγέννησης της μπελ επόκ δεν συγκέντρωνε πολλούς ερευνητές.
Οι «Αναμνήσεις» εντοπίστηκαν από τη Μαριλένα Κασιμάτη σε δυσανάγνωστες κόπιες στα αρχεία της Εθνικής Πινακοθήκης. Γι’ αυτό είχε φροντίσει ο Δημήτρης Παπαστάμος (στον οποίον χρωστάμε την πρώιμη μονογραφία του Τσίλλερ το 1973) πριν τα χειρόγραφα παραδοθούν στα ΓΑΚ, όπου από το 1982 δεν ήταν δυνατός ο εντοπισμός τους. Ο εντοπισμός των αντιγράφων του πρωτότυπου γερμανικού κειμένου είναι η αρχή για την έκδοση αυτή, η οποία προχωράει την περί τον Τσίλλερ γνώση σημαντικά.
Ο ερχομός στην Αθήνα
Εχουμε όλες τις σκέψεις του ίδιου του Τσίλλερ για τον ερχομό του στην Αθήνα, τη σχέση του με τον Χάνσεν (χάρη στον οποίο πρωτοήρθε στην Ελλάδα για να αναλάβει το έργο της Ακαδημίας), τον Σίνα, τον Γεώργιο Α΄, τον Σλήμαν, την επέκταση των επιχειρηματικών του σχεδίων (που εντέλει τον οδήγησαν στην οικονομική καταστροφή), τον τρόπο με τον οποίον γινόταν εξελικτικά «Ελληνας» και τον τρόπο με τον οποίον διατηρούσε τις επαφές του στο εξωτερικό. Η Μαριλένα Κασιμάτη φωτίζει τη σημαντική προσέγγιση που επιχειρήθηκε απέναντι στον νεοκλασικισμό στη δεκαετία του 1930, όταν μετά το 1938 έχουμε κατεδαφίσεις σημαντικών κτιρίων του 19ου αιώνα (Δημοτικό Θέατρο του Τσίλλερ, οικία Αμβροσίου Ράλλη του Κλεάνθη) και οργανώνεται η πρώτη έκθεση για την νεοκλασική Αθήνα (1939). Ηταν με την ευκαιρία αυτή, που κοινοποιείται από μέλη της οικογενείας Τσίλλερ η ύπαρξη των «Αναμνήσεων». Η Μαριλένα Κασιμάτη, που μετέφρασε στα ελληνικά τα χειρόγραφα, εικάζει πως η τελική καταγραφή του χειρογράφου πρέπει να έγινε στο διάστημα 1911-1914.
Οι «Αναμνήσεις» προσφέρονται τώρα στην έκδοση αυτή στα ελληνικά και στα γερμανικά και όλα τα πρωτότυπα ελληνικά κείμενα μεταφράστηκαν στα γερμανικά από τους Doris Staikos, Klaus-Valtin von Eickstedt και Μαριλένα Ζ. Κασιμάτη, έτσι ώστε να έχουμε ένα σώμα νέας σκέψης πάνω στον Τσίλλερ ανοικτό στη σύγχρονη έρευνα και εκτός Ελλάδος. Η δουλειά που έχει γίνει στις σημειώσεις είναι υψηλής αξίας. Στο επίμετρο, η Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ θέτει ένα ενδιαφέρον ερώτημα, πώς θα μπορούσε να αποτυπωθεί το έργο Τσίλλερ στην Ελλάδα υπό το πρίσμα μιας ευρωπαϊκής θεώρησης της εξέλιξης της αρχιτεκτονικής. Ο Τσίλλερ έχτισε περί τα 500 κτίρια, ανάμεσα στα οποία η Ακαδημία Αθηνών και η Εθνική Βιβλιοθήκη σε σχέδια Θ. Χάνσεν, το Ιλίου Μέλαθρον, το Εθνικό Θέατρο και αναρίθμητα ακόμη, και η κληρονομιά του εξιδανικεύθηκε. Ο Τσίλλερ έχτιζε ως Τσίλλερ ακόμη και όταν η εποχή του τον είχε ξεπεράσει (αλλά αυτό είναι ένα ευρύτερο θέμα καθυστερημένης υποδοχής στην Ελλάδα των νεωτερικών ρευμάτων από το 1890 και μετά). Περιβλήθηκε όμως από την αύρα της διαρκούς ώσμωσης με το λαϊκό αισθητήριο περί κάλλους και αυτό είναι κάτι μοναδικό και σπάνιο.
Η προσφορά της Μαριλένας Κασιμάτη είναι εθνικού διαμετρήματος καθώς επί της ουσίας ανακινεί το θέμα των τσιλλερικών σπουδών και μέσω αυτών της αστικής ολοκλήρωσης (ιδίως στη διάρκεια του οικοδομικού οργασμού της δεκαετίας του 1880). Οι «Αναμνήσεις» του ανοίγουν θέματα.