Σημειώσεις για ένα έργο εν μέσω πανδημίας
by ΝΙΚΟΛΑΣ ΖΩΗΣΠριν από δύο μήνες κι ενώ οι πόρτες της καραντίνας ήταν ήδη κλειστές, ο Μπομπ Ντίλαν κυκλοφόρησε το τραγούδι «Murder most foul» με θέμα του τη δολοφονία του Τζον Φ. Κένεντι. Ως γνωστόν, από τη δολοφονία έχουν περάσει επτά δεκαετίες, επομένως μάλλον δικαιούμαστε να αναρωτηθούμε τι μύγα τσίμπησε τον αμερικανό τραγουδοποιό. Μα, η μύγα της έμπνευσης θα πει κανείς, με το άστατο πέταγμά της και την υποκειμενική αντίληψη του χρόνου. Παραδείγματα υπάρχουν: ο Πικάσο ζωγράφισε την «Γκουέρνικα» αμέσως μετά τον βομβαρδισμό της, ο Χέμινγουεϊ εξέδωσε τον «Αποχαιρετισμό στα όπλα» χρόνια μετά τις εμπειρίες του στο μέτωπο κι ο κατάλογος συνεχίζεται με ανάλογες χρονικές διακυμάνσεις. Αραγε οι τελευταίες εντοπίζονται και στην εγχώρια καλλιτεχνική δημιουργία που εμπνέεται ή θα εμπνευστεί από την πανδημία; Πότε ένας καλλιτέχνης βλέπει καθαρότερα μια πληγή; Οσο μένει ανοιχτή ή αφού στεγνώσουν τα δάκρυα και η μνήμη αναλάβει δράση; Στο κάδρο μπαίνει κι η αβεβαιότητα που πλέον σκεπάζει τον χώρο του πολιτισμού αλλά και οι τυχόν παραγγελίες καλλιτεχνικών έργων σχετικών με όσα βιώνουμε. Οπως και να έχει, τέσσερις δημιουργοί από διάφορα μετερίζια, ρωτήθηκαν από την «Κ» και κατέθεσαν τις σκέψεις τους για τη σχέση μεταξύ έμπνευσης και πανδημίας. Καθώς φαίνεται, η «κατάλληλη στιγμή» για να αναμετρηθείς καλλιτεχνικά με κάτι τόσο μεγάλο δεν υπάρχει. Κι αυτές οι αποστάσεις άλλοτε τηρούνται και άλλοτε απλώς δεν έχουν σημασία.
ΕΥΑ ΣΤΕΦΑΝΗ σκηνοθέτις
Ψάχνοντας πέρα από το προφανές
Αυτή την περίοδο βρίσκομαι σε μία κατάσταση βουβής απραξίας. Είμαι συνεχώς μπροστά από μία οθόνη και παρακολουθώ την πανδημία να σαρώνει, ενώ εγώ βρίσκομαι στο καβούκι μου.
Αλλοι φίλοι καλλιτέχνες βρήκαν τρόπο να μετουσιώσουν αυτή τη συνθήκη σε κάτι δημιουργικό. Εγώ όχι.
Οι μηχανισμοί καταγραφής και έμπνευσης είναι άγνωστοι και ανεξιχνίαστοι. Ο κάθε δημιουργός αντιδρά σε γεγονότα που συμβαίνουν γύρω του και εμπνέεται από αυτά σε διαφορετικούς χρόνους.
Ο Ρομπέρτο Ροσελίνι γύρισε την πρώτη νεορεαλιστική ταινία, «Ρώμη ανοχύρωτη πόλη», το 1945, ενώ οι δυνάμεις της γερμανικής Κατοχής βρίσκονταν ακόμα εκεί.
Ο Αλέν Ρενέ γύρισε το ντοκιμαντέρ «Νύχτα και καταχνιά» για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, δέκα χρόνια μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Νομίζω ότι το καλλιτεχνικό έργο ποτέ δεν αναφέρεται ευθέως στην πραγματικότητα. Ακόμα και στο ντοκιμαντέρ, δουλειά του καλλιτέχνη είναι κατά τη γνώμη μου να μετουσιώσει το πραγματικό σε κάτι άλλο, πέρα από το προφανές.
Ο Ροσελίνι είναι σπουδαίος καλλιτέχνης όχι επειδή γύρισε το «Roma» μέσα στα συντρίμμια του πολέμου, αλλά γιατί τα έργα του διακατέχονται από μία ιδιαίτερη πνευματικότητα. Οπως για παράδειγμα, ο «Αγιος Φραγκίσκος της Ασίζης» ή το «Ταξίδι στη Ιταλία».
Υπάρχουν καλλιτέχνες όπως ο Μπρεσόν, στων οποίων το έργο, η έννοια της επικαιρότητας εισχωρεί σπάνια. Είναι τόσο αδιόρατη που δεν την αντιλαμβανόμαστε.
Το σημαντικό, λοιπόν, για μένα ως ντοκιμαντερίστρια είναι να μην σαγηνευτώ από αυτό που συμβαίνει τώρα και να τρέξω να το καταγράψω ως ρεπόρτερ, αλλά να επιμείνω στο να ψάχνω το πέρα από αυτό, το ανείπωτο και το μυστήριο.
Δεν το έχω καταφέρει πολλές φορές.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗΣ πεζογράφος
Η έμπνευση είναι απρόβλεπτη
ΑΠΕ-ΜΠΕ / ΝΙΚΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΙΔΗΣ
Το πότε γεννιέται ένα διήγημα ή ένα μυθιστόρημα δεν είναι θέμα βούλησης, αλλά περισσότερο έμπνευσης, που είναι ατάσθαλη, απρόβλεπτη. Μπορεί, βέβαια, κάτι να γραφεί κατά παραγγελία και να είναι έξοχο ή και όχι. Τίποτε δεν αποκλείεται. Το ζήτημα είναι υποκειμενικό, δεν έχει γενικό κανόνα. Αλλος εμπνέεται καθώς το σίδερο είναι στη βράση, άλλος χρειάζεται κάποιον χρόνο ψύχρανσης ή επώασης.
Το λεγόμενο βίωμα μπορεί να παραγάγει έργο τώρα, μπορεί και αναδρομικά. Μπορεί και ποτέ. Οι διεργασίες είναι υποκειμενικές και σκοτεινές. Ενταλμα σύλληψης της έμπνευσης δεν υπάρχει. Αλλά ούτε και η αρχική έμπνευση εγγυάται πάντα κάτι τελικά καλό. Καθείς βρίσκει τις δικές του διαδρομές και ελλάμψεις, το δικό του σθένος, εν καιρώ. Συνταγή δεν υπάρχει. Ο χρόνος έχει υποκειμενικές πυκνώσεις, συν τον μόχθο, την αγρύπνια και την εμμονή. Τα περί του ότι πρέπει να αφήνουμε να περάσει κάποιος καιρός είναι κλισέ, όπως και ότι οφείλουμε να γράφουμε εν θερμώ. Είναι αφαιρετικές προσεγγίσεις, μηχανιστικές. Ο εκάστοτε δημιουργός έχει τη δική του υποκειμενική ροή, βιώνει την εμπειρία σε προσωπικές διαστάσεις και έχει δική του, αποκλειστική αντίληψη του σημαντικού και του εύκαιρου.
Ο Ομηρος έγραψε δύο αιώνες μετά, ο Πικάσο έκανε την «Γκουέρνικα» σχεδόν ταυτόχρονα με το γεγονός. Πού βρίσκεται το μυστικό; Πουθενά. Διότι ο χρόνος δεν είναι αντικειμενικός στην τέχνη. Εσωτερικεύεται απ’ τον κάθε δημιουργό μέσα από σκοτεινές, ακατανόητες διαδρομές και αισθήσεις. Τελικά εκείνο που μετράει είναι το καλό αποτέλεσμα, το οποίο, εφόσον υπάρχει, μας δίνει τη λάθος ευκαιρία να γίνουμε μετά Χριστόν προφήτες, αν το γενικεύσουμε. Καθένας κι ο χρόνος του.
ΛΕΝΑ ΚΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ θεατρική συγγραφέας-ηθοποιός
Ο καλλιτέχνης βρίσκεται μακρύτερα από τα γεγονότα
Oταν ξέσπασε η πανδημία έφυγα από την Αθήνα. Ηρθα στην ορεινή Ναυπακτία, σε ένα χωριό σε υψόμετρο 1.400 μέτρων, όπου βιώνω μια πρωτόγνωρη εμπειρία ελευθερίας και αυτονομίας. Τρεφόμαστε καλλιεργώντας, ψαρεύοντας, δεν χρησιμοποιούμε χρήματα, δεν βλέπουμε ειδήσεις, χανόμαστε σε δάση και βουνά, χωρίς να γνωρίζουμε τι μέρα είναι. Γεμίζω το «είναι» μου από ένα βίωμα που ο κορωνοϊός δεν μπορεί να επηρεάσει. Πιστεύω ότι ένας καλλιτέχνης βρίσκεται διαρκώς πολύ μακρύτερα από τα γεγονότα. Κάθε πολιτικοκοινωνική συνθήκη έχει ρίζες βαθιές στον χρόνο και στην Ιστορία υπάρχει επανάληψη. Η τέχνη δεν έχει ανάγκη τα έκτακτα δελτία, όσο τη διείσδυση στην ανθρώπινη ύπαρξη, στη φύση και στην καταγωγή των πραγμάτων, σε όλα τα ανθρώπινα που ανέκαθεν προκαλούν πολέμους, εγκλήματα, πάθη, καταστροφές, φόβους, αρρώστιες, εκλέγουν προέδρους, φτιάχνουν συστήματα δήθεν δημοκρατικά κ.ο.κ. Αυτή τη στιγμή, το σύστημα που ταυτίζει την ευτυχία με την απόκτηση υλικών αγαθών (σε τέτοιο βαθμό ώστε να λησμονείται η απόλαυση για την οποία ήρθαμε στη γη), μοιάζει υπό διάλυση. Με τρομάζει η αγωνία του κόσμου να επιστρέψει στην περίφημη κανονικότητα, που κάθε άλλο παρά κανονικότητα θύμιζε. Στο πρότζεκτ «Enter» του Ιδρύματος Ωνάση όπου συμμετέχω, προσπαθώ να εκθέσω τη στάση μου απέναντι στον φόβο γενικά, απέναντι στην καταπίεση που όλοι έχουμε υποστεί στο καπιταλιστικό σύστημα, στην καταπίεση μιας άρρωστης αυτοεπιβεβαίωσης που κυνηγάμε σαν τρελοί, υποτιμώντας το δικαίωμά μας στην ευτυχία. Μιλώ για μια επίθεση προς όσα συνεχώς απαιτούν όλοι από εμάς και κυρίως εμείς από τον εαυτό μας, μιλώ για μια ελευθερία στα ένστικτα, χωρίς τον τρόμο του θανάτου με τον οποίο έχουμε μπολιαστεί λες και είναι κάτι αφύσικο. Δεν με αφορά τόσο η επικαιρότητα· τη βλέπω ως βιτρίνα ενός νόμιμου εμπορικού καταστήματος που στα υπόγεια και στις αποθήκες του, κρύβει όπλα και εκρηκτικά.
ΜΙΝΩΣ ΜΑΤΣΑΣ συνθέτης
Μοχλός η απόσταση και μια προσωπική ιστορία
Π. ΣΚΑΦΙΔΑΣ
Αγνοώντας τι μας περίμενε, μετά μια εξαντλητική χρονιά που τελείωσε με την ταινία «Ευτυχία» και τον «Μακμπέθ» στο Εθνικό, είχα βάλει μια προσωπική άνω τελεία, ώστε να ασχοληθώ με μια μεγάλη συναυλία που προγραμμάτιζα στο Ηρώδειο.
Αυτό σημαίνει μήνες γραψιμάτων, ενορχηστρώσεων κ.λπ. Ετσι, τον περισσότερο χρόνο θα ήμουν κλεισμένος ούτως ή άλλως στο στούντιο ή στο σπίτι μου. Ομως, τώρα μου είναι αδύνατον να δουλέψω χωρίς να τρέχει το μυαλό μου στις οριακές καταστάσεις που ζήσαμε και ζούμε σε ολόκληρο τον πλανήτη και κυρίως στο μέλλον που έρχεται αδυσώπητο.
Αν δεν «χωνέψω» το παρόν που είναι τόσο δραματικό, δεν μπορώ να μετουσιώσω την όποια εμπειρία σε κάτι πνευματικό. Προφανώς χρειάζεται απόσταση. Ισως μια ιστορία προσωπική που θα αναδυθεί και θα με συγκινήσει μπορεί σε βάθος χρόνου να είναι ο μοχλός που θα κινητοποιήσει τη μηχανή εντός μου. Αυτή τη στιγμή είμαι κυρίως ανήσυχος για τις χιλιάδες ανθρώπους στη μουσική, στο θέατρο και στον κινηματογράφο που μένουν χωρίς δουλειά και το κυριότερο με την αβεβαιότητα του πότε τα πράγματα θα επανέλθουν. Οι συνθήκες, τους ερχόμενους μήνες, ακόμη κι αν δούμε τα πράγματα με αισιοδοξία, θα είναι δύσκολες σε όλα τα πεδία. Μιλώ βέβαια γι’ αυτούς που είναι μπροστά αλλά και πίσω από τη σκηνή, τις κάμερες και τα φώτα.
Και επανέρχομαι σε κάτι που με πονάει προσωπικά. Ο σύγχρονος πολιτισμός επί σειράν ετών –με μία, δύο φωτεινές εξαιρέσεις– παραμένει για τις εκάστοτε κυβερνήσεις μια υποβαθμισμένη υπόθεση. Η πολιτιστική πολιτική θα έπρεπε να είναι προτεραιότητα για την Ελλάδα που σφύζει από ταλαντούχους ανθρώπους!
Είναι αδιανόητο να μην υπάρχει ένα οργανωμένο σχέδιο και οι καλλιτέχνες συχνά να θεωρούνται ανυπόληπτοι ή να γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης. Ας γίνει αυτή η δύσκολη συγκυρία μια νέα αρχή, ώστε να δούμε τον πολιτισμό και τους ανθρώπους του αλλιώς.
Για περισσότερη αρθρογραφία, γίνετε συνδρομητής στην έντυπη Καθημερινή.