https://s.kathimerini.gr/resources/2020-05/ex-thumb-large.jpg
Σκηνή από την ταινία του Βέρνερ Χέρτσογκ «Ο καθένας για τον εαυτό του και ο Θεός εναντίον όλων».

Ενα εκατομμύριο βήματα

by

Υπάρχει ένα βιβλίο που δεν έπρεπε κανείς να διαβάσει κατά τη διάρκεια της καραντίνας –εκδόθηκε πέρυσι, τέτοια εποχή– και δυστυχώς το διάβασα εν μέσω πανδημίας. Αναφέρομαι στο ημερολόγιο πεζοπορίας του Βέρνερ Χέρτσογκ, «Οδοιπορία στον Πάγο. Μόναχο – Παρίσι, 23 Νοεμβρίου – 14 Δεκεμβρίου 1974» (μτφρ. Γιάννης Καλιφατίδης, εκδ. ALLOGLOTTA, σελ. 176). Ενα βιβλίο που μοιάζει με σημάδια στον χάρτη ενός προσκυνητή. Ή ενός φυγά.

Τον χειμώνα του ’74 ο Χέρτσογκ αποφάσισε να περπατήσει από το Μόναχο στο Παρίσι για να συναντήσει τη δαιμονική Λότε Αϊσνερ που ήταν βαριά άρρωστη. Κάθε βήμα του Γερμανού σκηνοθέτη είχε στόχο να ξορκίσει τον θάνατο που τη ζύγωνε. Να τον κλωτσήσει μακριά.

Αϊσνερ, όπως πάγος: φίλη του Μπρεχτ, ξεριζωμένη από το Τρίτο Ράιχ, αρχαιολόγος του γερμανικού εξπρεσιονισμού, συνιδρύτρια της Γαλλικής Ταινιοθήκης μαζί με τον θηριώδη Λανγκλουά. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής διέσχισε την παγωμένη γαλλική επαρχία για να σώσει μερικά κουτιά με φιλμ. Η συνείδηση του νέου γερμανικού σινεμά, όπως την αποκαλούσε ο Χέρτσογκ.

Αλήθεια, ποιες είναι οι λέξεις που επαναλαμβάνονται σε τούτο το ημερολόγιο που θυμίζει εκτενές ποίημα του Τρακλ; «Χιόνι», «δάση», «δρόμος». Και ποιες είναι οι λέξεις που επαναλαμβάνουμε αυτό τον καιρό, κάτω από την πιο αλλόκοτη πραγματικότητα που έχουμε βιώσει ποτέ; «Φόβος», «αδράνεια», «έρημος». Φόβος αφού η ζωή μας έχει αδρανήσει κι έχει γίνει ένα ατέλειωτο παρελθόν που είναι έτοιμο να μας συνθλίψει λες και είμαστε στο κέντρο της ερήμου. Τα δάση είναι κυκλικά, όπως και η έρημος. Δεν έχουν σημεία φυγής, διαρροές. Οπως και οι πόλεις, δυστυχώς.

Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης μια εικόνα επανερχόταν στα μάτια μου, λες και προβαλλόταν αδιάκοπα πάνω στις σελίδες. Το όνειρο του Κάσπαρ Χάουζερ. Στο τέλος της ταινίας «Ο καθένας για τον εαυτό του και ο Θεός εναντίον όλων» ένα μεγάλο καραβάνι διασχίζει την έρημο. Ο οδηγός είναι τυφλός. Το καραβάνι σταματά.

Κάποιοι λένε πως πήραν λάθος δρόμο. Βλέπουν τα βουνά, πέρα. Τότε ο τυφλός γέρος δοκιμάζει μια χούφτα χώμα. Κάνετε λάθος, λέει. Αυτά δεν είναι βουνά. Είναι το καθρέφτισμά τους. Συνεχίζουν. Φτάνουν στην πόλη.

Η «Οδοιπορία στον πάγο» είναι ένας καθρέφτης της δύναμης του Χέρτσογκ. Που είναι η αδυναμία του. Το θάρρος του να κινηματογραφεί τους πιο απόκρημνους τόπους, να επιδιώκει τις πιο δύσκολες συνθήκες για ν’ αναπνεύσει, αποκαλύπτει τη δειλία του ν’ αφουγκραστεί αυτό που στέκεται δίπλα του. Να ζήσει μαζί του. Να το φιλμάρει. Μα όσο προσπαθεί να ξεφύγει, τόσο αποτυγχάνει.

«Παίρνω τηλέφωνο τη Μ. Πολλές σκοτούρες», σημειώνει στις 3 Δεκέμβρη. Για να συμπληρώσει δύο μέρες αργότερα: «Από το ταχυδρομείο τηλεφωνώ στο Μόναχο. Αυτή τη φορά τα νέα είναι κάπως καλύτερα». Λίγο πριν το τέλος του ταξιδιού, βλέπει έναν εφιάλτη ενοχής που πρωταγωνιστεί ο μικρός του γιος. Σκόρπιες φράσεις, σαν μπαλώματα στο χιόνι. Τρύπες μέσα από τις οποίες εμφανίζονται οι άνθρωποι που έχει αφήσει πίσω του, προκειμένου να εγκαταλειφθεί απόλυτα στην περιπλάνηση των είκοσι δύο ημερών. «Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για να βαδίζει», μόνο που ο Χέρτσογκ σκοντάφτει στα ίδια του τα πόδια, παγιδεύεται. Η διαδρομή μέσα στη φύση είναι ο δικός του προσωπικός εγκλεισμός.

Καθώς κατευθύνεται προς το Παρίσι, αποκτά τα χαρακτηριστικά των ηρώων του. Μεταμορφώνεται. Γίνεται μανιακός όπως ο Αγκίρε, δανείζεται την ταλαιπωρημένη όψη του Στρότσεκ –ταινία που θα γυρίσει λίγα χρόνια αργότερα–, είναι σιωπηλός όπως ο Κάσπαρ Χάουζερ προτού τον εκπολιτίσουν. Αλαλος και άγριος. Η μόνη σύνδεση που έχει με τη γλώσσα είναι οι αράδες που γράφει κάθε μέρα στο μικρό του σημειωματάριο. Αράδες σαν πέστροφες που έχουν ξεβραστεί από μια παγωμένη λίμνη.

Οταν ήταν μικρός, ο Χέρτσογκ ήθελε να πετάξει. Να γίνει άλτης του σκι. Κοντά στο απομονωμένο χωριό όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια, υπήρχε μια ράμπα. Εκεί έκανε προπόνηση. Μα το σοβαρό ατύχημα του καλύτερου του φίλου, ανέκοψε την επιθυμία του. Αυτό που απέμεινε στον Χέρτσογκ ήταν να περπατά.

Στράφηκε στο σινεμά. Αλλωστε, όπως είχε εξομολογηθεί μπροστά στην κάμερα: «Μερικές φορές λέω αστειευόμενος πως γυρίζω τις ταινίες μου περπατώντας».

Την περίοδο που γράφτηκε ο «Πάγος», είχα μόλις γεννηθεί και δεν περπατούσα ακόμα. Οσο διάβαζα τούτο το βιβλίο, κλεισμένος σπίτι αναγκαστικά, η ανάγνωση όξυνε τη λαχτάρα για περπάτημα. Για μία ακόμα φορά δεν μπορούσα να περπατήσω. Λες και είχα επιστρέψει στη βρεφική ηλικία. Στις 14 Δεκέμβρη του ’74 ο Χέρτσογκ συναντά επιτέλους την Αϊσνερ. «Ανοίξτε το παράθυρο», της λέει. «Εδώ και μερικές μέρες μπορώ και πετάω». Πόσα είναι άραγε ένα εκατομμύριο βήματα; αναρωτιέμαι. Ο καθένας για τον εαυτό του και ο Θεός εναντίον όλων.

Για περισσότερη αρθρογραφία, γίνετε συνδρομητής στην έντυπη Καθημερινή.