Άννα Λόντου: Η προγονή και κληρονόμος του Γιώργου Σεφέρη αφηγείται τη ζωή της στη LiFO
Η ζωή δίπλα στον Σεφέρη, η αυτοκτονία της Πηνελόπης Δέλτα, το σπίτι της οδού Άγρας και άλλες πτυχές μιας μυθιστορηματικής καθημερινότητας.
by ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣΗ οικογένεια του πατέρα μου, οι Λόντοι, ήταν ιστορική. Εκείνος ήταν πάρα πολύ περήφανος που καταγόταν από αυτήν. Και υπήρξε υπασπιστής του Κωνσταντίνου Α'. Ήταν καλεσμένος σε όλους τους χορούς της Αθήνας και του παλατιού. Και πήγαινε. Όταν μεγάλωσε η αδελφή μου, την έπαιρνε μαζί του για συνοδό. Ήταν έτσι κι αλλιώς πάρα πολύ όμορφη. Σε σημείο που ήρθαν από το περιοδικό LIFE για να τη φωτογραφίσουν. Kαι πράγματι, τις έβγαλαν θαυμάσιες φωτογραφίες. Φορούσε κάτι σαν χλαμύδα και στεκόταν μπροστά σε αρχαίες κολόνες.
Εγώ ποτέ δεν πάτησα το πόδι μου σε αυτά. Με προσκαλούσαν, δεν ήταν ότι δεν με προσκαλούσαν. Αλλά, ας πούμε ότι εγώ ήμουν πάντα κάτι σαν αριστερή. Όχι ΕΑΜίτισσα βέβαια!
• Ο πατέρας μου ήταν αξιωματικός του ναυτικού. Εξαιρετικής ομορφιάς. Ένας σωσίας του Κλαρκ Γκέιμπλ. Τον θυμάμαι πάντα περιτριγυρισμένο από γυναίκες. Η μητέρα μου τον συνάντησε στον Πόρο. Είχαν δώσει τότε έναν χορό στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Είχε πάει στον Πόρο και το θωρηκτό Αβέρωφ και γίνονταν συνέχεια τέτοια λαμπερά πράγματα παλαιού τύπου. Σας μιλώ τώρα για κοσμικότητες που έχουν ξεχαστεί εντελώς. Ούτε στις διηγήσεις δεν έχουν διασωθεί εκείνα τα μοτίβα λαμπερής ζωής.
• Ο Σεφέρης και η μητέρα μου, όταν ήμουν τινέιτζερ και ερωτομανής, έλεγαν μεταξύ τους και γελούσαν ότι ερωτεύομαι όλους τους ηθοποιούς. Αυτό, βέβαια, ήταν συνηθισμένο τότε. Σε κάποια μαγαζιά πουλούσαν μικρές φωτογραφίες ηθοποιών και οι περισσότερες στην ηλικία μου τις συλλέγαμε. Ωστόσο, μεγάλωνα αρκετά αυστηρά. Για παράδειγμα, δεν με άφηναν να πάω σινεμά.
Στη διάρκεια της ζωής μου ήμουν πανταχού παρούσα και σε θέση παρατηρητή. Τα είχα δει όλα. Θα μπορούσα να γράψω για όλα αυτά που είδα και δεν λέγονται. Αλλά το έχω πει πολλές φορές και λέω πάντα το ίδιο: γιατί θα έπρεπε να το κάνω; Έζησα και θα μπορούσα να πω πράγματα που δεν λέγονται, αλλά, αν τα έλεγα, τι θα γινόταν; Οι Έλληνες είναι πάρα πολύ κουτσομπόληδες.
• Ο πατέρας μου δεν φοβόταν τίποτα. Αυτό ήταν και το charme του, η γοητεία του! Άρεσε πολύ στις κυρίες αυτό. Όταν τα σκέφτομαι όλα αυτά τώρα τον λυπάμαι πάρα πολύ. Τι να πω; Είχε περάσει κι αυτός τόσο πολλά μαζί μας. Ήταν πάρα πολύ άπιστος στη μητέρα μου. Και όταν εκείνη του εξομολογήθηκε ότι είχε μια ιστορία με κάποιον, εννοώντας τον Σεφέρη, ο πατέρας μου της απάντησε: «Ή αυτόν ή τα παιδιά. Αν πας με τον Σεφέρη, τα παιδιά τα παίρνω εγώ».
Κι έτσι έγινε. Όλα συνέβησαν ξαφνικά, σε μία εβδομάδα μέσα. Βρεθήκαμε, λοιπόν, εγώ και η αδελφή μου να μένουμε με τον πατέρα μας. Μέχρι που ήρθε ο πόλεμος.
• Η μητέρα μου ήταν πολύ βενιζελική. Πολύ όμως. Και είπε στον πατέρα μου: «Εγώ, μια βενιζελική, να είμαι παντρεμένη με αξιωματικό του βασιλικού ναυτικού!». Έτσι, εκείνος παραιτήθηκε κι έμεινε άνεργος ο άνθρωπος! Δεν ήταν τεμπέλης, αλλά δουλειά άλλη δεν ήξερε να κάνει! Τη Σχολή Δοκίμων είχε βγάλει.
Έτσι, τη δουλειά του την έκανε ξανά στον πόλεμο. Δημιούργησε έναν στολίσκο από καΐκια, ο οποίος δούλευε για λογαριασμό των Εγγλέζων και προκαλούσε δολιοφθορές σε στόχους στα Δωδεκάνησα. Δηλαδή έκανε σαμποτάζ. Οι Εγγλέζοι τον λάτρευαν. Του έδωσαν παράσημο όταν τελείωσε ο πόλεμος, ενώ δεν έδιναν σε ξένους. Είχε πάρει για πλήρωμα πολλούς νέους που ήταν όλοι παιδιά καλών οικογενειών: τον Πασπάτη, τον Γιαννικώστα, τον Λαδά και άλλους. Όλοι αυτοί που σας λέω ήταν νέοι, Αθηναίοι, Κολωνακιώτες και γενικώς κωλόπαιδα ‒ έτσι τα έλεγα όλα αυτά τα παιδιά εγώ. Αλλά πολέμησαν πολύ καλά... Κι έκαναν σαμποτάζ στους Γερμανούς, όχι αστεία!
• Ήταν σνομπ ο πατέρας μου. Τον καλούσαν μεν παντού, αλλά δεν είχε καθόλου χρήματα. Αυτό το ξέρω καλά από τη μάνα μου. Στην αρχή, που ζούσαμε όλοι μαζί, μας είχε για δύο χρόνια σε ένα σπιτάκι στην Πλάκα. Ήταν φθηνά τα νοίκια εκεί. Αλλά το σπίτι ήταν γεμάτο κοριούς. Μιλάμε για κάτι το φρικτό.
Οι νεότεροι δεν ξέρουν τι δράματα περνούσαμε στην Αθήνα με τους κοριούς. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με ταπετσαρία χάρτινη και όταν την τραβούσες και την έσκιζες σιγά-σιγά, όπως έκανα εγώ που τότε ήμουν μικρό παιδί, έβλεπες πίσω τους κοριούς να βράζουν. Ήταν κάτι το φοβερό. Δεν το έχω ξαναδεί, αλλά μου λένε ότι οι κοριοί έχουν εμφανιστεί ξανά.
• Η μάνα μου ήταν θαυμάστρια της Πηνελόπης Δέλτα. Είχαν πολύ καλή σχέση. Η μεγάλη κόρη της, η Σοφία Μαυρογορδάτου, ήταν η νονά μου.
Όταν η μητέρα μου είπε στη Δέλτα ότι ήθελε να χωρίσει τον πατέρα μου για να ακολουθήσει τον Σεφέρη, εκείνη την ενθάρρυνε να το κάνει. Της είπε: «Μη σε νοιάζει, θα αναλάβω εγώ τα παιδιά». Και πράγματι, μας άφησαν στο σπίτι τους στην Κηφισιά, αλλά η Δέλτα αυτοκτόνησε. Τι ήταν αυτό; Λες σε κάποιον «εμπιστεύσου με και άφησέ μου τα παιδιά σου» και αμέσως μετά πας και αυτοκτονείς;
• Ο Στέφανος Δέλτα, πάντως, ήταν άγιος άνθρωπος. Και την αγαπούσε τη Δέλτα. Δεν της φερόταν άσχημα. Είχε φωτογραφία της στην κάμαρά του. Δεν είχαν, βέβαια, ποτέ συζυγική κρεβατοκάμαρα. Κι εκείνη, όταν αναπολούσε τις στιγμές που έγιναν τα παιδιά τους, δεν έλεγε ακριβώς ότι έφριττε, αλλά πάντα τελείωνε την αφήγηση της με ένα: «Τι φρίκη, Θε μου!» ή κάπως έτσι.
Για μένα όλα αυτά τότε ήταν κάτι το ασύλληπτο. Μάλλον δεν αγάπησε ποτέ τον σύζυγό της. Αλλά ίσως να τον εκτιμούσε. Της είχε πει κι εκείνος βέβαια: «Αν πας με τον Δραγούμη, τα παιδιά σου ξέχασέ τα».
• Μείναμε, τελικά, με τον Στέφανο Δέλτα. Ήταν μόνος του μετά την αυτοκτονία της. Ένας πολύ καλός γεράκος. Ένας άγιος άνθρωπος. Δεν είχε περάσει και λίγα μαζί της. Ξέρετε πόσες φορές η Δέλτα προσπάθησε να σκοτωθεί; Άπειρες. Το δηλητήριο, βέβαια, ήταν λάβδανο που το έπαιρναν τότε για παυσίπονο. Είχε ένα τεράστιο μπουκάλι! Έπαιρνε λάβδανο και δεν ξύπναγε. «Μπαμπά, έλα γρήγορα, η μαμά δεν ξυπνάει» ‒ πόσες φορές το φώναξαν αυτό τα παιδιά της!
Όταν μείναμε με την αδελφή μου μαζί τους, μας είχαν βάλει σε ένα σπιτάκι μέσα στο κτήμα, σε απόσταση ούτε πέντε λεπτών από το μεγάλο σπίτι, όπου έμεναν εκείνοι. Το είχαν χτίσει για τον αδελφό του Στεφάνου Δέλτα που δεν ήταν και πολύ καλά, από ψυχικής απόψεως. Δεν έχω ιδέα τι συνέβαινε πραγματικά. Αυτές οι οικογένειες, τότε, δεν μιλούσαν γι' αυτά τα θέματα. Ο γερο-Μπενάκης, για παράδειγμα, ήταν συφιλιδικός. Και δεν ήταν μόνο ο Μπενάκης, ήταν και ο Ζαρίφης ‒ όλες οι οικογένειες της Αθήνας ήταν συφιλιδικές.
• Ο νονός μου, ο άντρας της Μαυρογορδάτου, ήταν ένα γελοίο υποκείμενο. Δεν με νοιάζει να τα λέω, ούτε και με ένοιαξε ποτέ. Θα τους έβαζα φυλακή, όμως. Μας ρίχτηκαν, πώς να το πω αλλιώς; Ο σύζυγός της μίας από τις αδελφές Δέλτα, της Παπαδόπουλου, πρέπει να ήταν άρρωστος ο άνθρωπος. Είχε πέσει γονατιστός μπροστά στα πόδια της αδελφής μου και την παρακαλούσε να πάει μαζί του, σε ένα σπίτι που είχε. Η αδελφή μου είχε πάθει σοκ τότε.
Μέσα στην Κατοχή εκείνος έτυχε να έχει κτήματα και διάφορα άλλα ‒ η μισή Εύβοια ήταν δική του. Και μας έφερνε καραμέλες, σοκολάτες... Εγώ έτρωγα, βέβαια. Εκείνος όμως παρακαλούσε την αδελφή μου, της έλεγε: «Έχω ένα σπιτάκι κάπου στην Αθήνα, που είναι δικό μου. Έλα να σου το δείξω». Αν πήγαινε η αδελφή μου ποιος ξέρει τι θα γινόταν! Δηλαδή ήταν πράγματα της ντροπής, πως αλλιώς να το πω; Και ο πατέρας μου, που ήταν ο πρώτος Έλληνας που πήδηξε στον Πειραιά από τα καΐκια του, όταν έφυγαν οι Γερμανοί, ήταν ο ίδιος άνθρωπος που μας παρέδωσε σ' εκείνον. Πώς σας φαίνεται τώρα αυτό;
Είπαμε, λοιπόν, με την αδελφή μου πως δεν θα αποκαλύπταμε τίποτα. Δεν θα ήταν σωστό. Αφού αυτοί μας είχαν εκεί και μας τάιζαν, στου Δέλτα την ιδιοκτησία. Μας έδιναν το μεσημέρι πλιγουρόσουπα και το βράδυ λαχανόσουπα. Η αδελφή μου έπαθε προφυματίωση. Δεν μπορεί να ζήσει ένα κοριτσάκι 17 χρονών με τέτοια φαγητά. Γιατί τότε, στην Κατοχή, θα έχετε ακούσει τι γινόταν... Λίγο από δω, λίγο από κει, όλο και κάτι βρισκόταν για φαγητό, από τους μαυραγορίτες κ.ά.
Όταν πήγαμε τελικά στη θεία μου, την αδελφή του πατέρα μας, τη Λία Λόντου, δεν καταλαβαίναμε πώς και τι θα τρώγαμε! Η κακομοίρα σκοτωνόταν όλη μέρα για να βρει κάτι. Τελικά, νοίκιασε το διπλανό διαμέρισμα από το δικό της στην οδό Σκουφά σε έναν Σουηδό του Ερυθρού Σταυρού κι έτσι σωθήκαμε. Αυτός μας έφερνε μία φορά την εβδομάδα ένα μεγάλο κομμάτι κρέας. Εκείνοι είχαν απ' όλα τα καλά. Κι έτσι η αδελφή μου συνήλθε.
• Προηγουμένως τρώγαμε τόσο πολύ πλιγούρι, που πίστευα ότι ο Στέφανος Δέλτα, που είχε και ζάχαρο, θα πάθαινε κάτι και δεν θα επιβίωνε. Εκείνος όμως έλεγε: «Τόσο πολύ που μου αρέσει το πλιγούρι, όταν τελειώσει ο πόλεμος, πάλι πλιγούρι θα τρώω!». Ο καημένος! Τι καλός που ήταν!
Αυτός μας έμαθε κλασική μουσική. Είχε μια πολύ ωραία δισκοθήκη και μετά το βραδινό φαγητό, που το τρώγαμε πολύ νωρίς, κατά τις 7:30 ή 8:00, ρώταγε: «Τι θα βάλουμε να ακούσουμε σήμερα;». Εμένα και την αδελφή μου ρωτούσε και κάθε μέρα μία εκ των δύο διάλεγε τι θα ακούσουμε. Ήταν πολύ καλός! Πώς να το πω; Μακάρι να είναι στον Παράδεισο, εάν υπάρχει.
• Στο τέλος, τα τσουγκρίσαμε με τους Μαυρογορδάτους και τη νονά μου. Ήταν εντελώς άλλη η νοοτροπία. Δεν μας πήγαινε. Θα τα πω όλα εντελώς ανοιχτά. Εγώ είχα για πρώτη φορά στη ζωή μου περίοδο. Ε, δεν έκανα και καμιά αμαρτία, ρε παιδάκι μου! Εκείνοι όμως με αντιμετώπισαν σαν να ήμουν αμαρτωλή ξαφνικά. Τους έλεγα εγώ: «Αυτά μου τα έχει πει η μάνα μου όλα, δεν χρειάζεται να μου τα εξηγήσεις εσύ, θεία» ‒ γιατί έτσι τη φώναζα τη νονά μου, «θεία»! «Τα ξέρω» της έλεγα. «Πώς γίνεται να τα ξέρεις;» μου έλεγε εκείνη. Μα είχα την αδελφή μου, που ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη. Πώς θα γινόταν να μην τα ξέρω; Δεν τα καταλάβαινε αυτά.
Μας έσωσε, τελικά, η αδελφή του πατέρα μου. Η θεία μου Λία Λόντου. Ήταν αρχαιολόγος, από τις καλύτερες στην Αθήνα. Η μητέρα μου σε όλη τη διάρκεια του πολέμου ήταν στη Μέση Ανατολή με την κυβέρνηση, επειδή ήταν εκεί ο Σεφέρης. Της θείας μου αυτής θα ήθελα να της φτιάξουν κάποτε χρυσό άγαλμα.
• Στη διάρκεια της ζωής μου ήμουν πανταχού παρούσα και σε θέση παρατηρητή. Τα είχα δει όλα. Θα μπορούσα να γράψω για όλα αυτά που είδα και δεν λέγονται. Αλλά το έχω πει πολλές φορές και λέω πάντα το ίδιο: γιατί θα έπρεπε να το κάνω; Έζησα και θα μπορούσα να πω πράγματα που δεν λέγονται, αλλά, αν τα έλεγα, τι θα γινόταν;
Οι Έλληνες είναι πάρα πολύ κουτσομπόληδες. Δεν τους ενδιαφέρει η ουσία των πραγμάτων, μόνο η κουτσομπολίστικη πλευρά τους.
• Η μάνα μου μέχρι τα οκτώ της μεγάλωσε στη Γαλλία, γιατί η γιαγιά μου πέθανε στη γέννα και ο παππούς μου δεν ήθελε να βλέπει το μωρό, επειδή το θεωρούσε αιτία του θανάτου της αγαπημένης γυναίκας του, που ήταν Γαλλίδα. Έτσι, έστειλε τη μητέρα μου στους Γάλλους παππούδες της. Ως εκ τούτου, η μητέρα μου δεν μιλούσε ελληνικά. Ο παππούς μου, ο πατέρας της μητέρας μου, δούλευε στο Λαύριο, στην εκεί εταιρεία μεταλλευμάτων, που ήταν γαλλική, και παντρεύτηκε την κόρη του Γάλλου διευθυντή. Είχαν είκοσι χρόνια διαφορά. Απέκτησε τρία κοριτσάκια και όταν πια γέννησε το τέταρτο, τη μητέρα μου, πέθανε. Αν σας δείξω πώς ήταν η γιαγιά μου, θα πέσετε κάτω. Πάρα πολύ όμορφη!
Ο παππούς μου, όμως, από αυτή την άποψη ήταν σκέτο τέρας! Του έγραψε κάποια στιγμή η προγιαγιά μου από τη Γαλλία ότι τη Μαρί, όπως λέγανε εκεί τη μητέρα μου τη Μαρώ, θα την έβαζαν σε μοναστήρι. Σαν μυθιστόρημα είναι όλα αυτά που σας λέω τώρα, αλλά έτσι ήταν τότε, αν είχες πολλά παιδιά σε μια οικογένεια, ένα από αυτά το πρόσφερες σε μοναστήρι. Μόλις το άκουσε ο παππούς μου, που ήταν και λίγο άθεος, είπε να του τη στείλουν πίσω στην Ελλάδα. Κόρη του ήταν, στο κάτω-κάτω. Έφτασε στην Αθήνα χωρίς να μιλά τη γλώσσα και χωρίς καλά-καλά να ξέρει ότι είχε αδέλφια. Όλα αυτά αποτελούν σοκ για ένα παιδί.
Επιπλέον, τα μαλλιά της ήταν τόσο μακριά, που έφταναν μέχρι τα γόνατα. Τα κράτησε έτσι μέχρι που πέθανε. Το λέω με σιγουριά επειδή εγώ της τα χτένιζα. Ήταν πολύ ωραία, τα έπλεκε και έφτιαχνε ένα στεφάνι μ' αυτά γύρω από το κεφάλι της. Όταν πέθανε ο Σεφέρης, έφερε εδώ κομμώτρια, έπλεξε τα μαλλιά της σε δύο πλεξούδες και τις έκοψε από τη ρίζα. Τις έβαλε, μαζί με τον Σεφέρη, στον τάφο. Μου είπε ότι έτσι έκαναν στην Αρχαιότητα. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ εκείνη την ώρα.
Μετά άφησε πάλι τα μαλλιά της να μακρύνουν, μέχρι τα γόνατα. Όταν είχε μεγαλώσει πια πολύ και τη φρόντιζα εγώ, όταν έκανε το μπάνιο της, εκείνα τα υπέροχα μαλλιά ήταν πρόβλημα, και για μένα, και για εκείνη. Δεν μου πήγαινε όμως η καρδιά να της κόψω. Τα αγαπούσε πολύ.
• Ήταν πραγματικά πολύ όμορφη η μητέρα μου. Τα μάτια της ήταν μπλε, τα μαλλιά της χρυσά. Εκπάγλου καλλονής. Σε ένα γράμμα του ο Σεφέρης της έγραφε: «Πότε θα γυρίσεις Μαρούκα μου, Μαρούκα μου, Μαρούκα μου; Βαρέθηκα να βλέπω άσχημες γυναίκες». Αυτό ο Σεφέρης το έγραψε όταν υπηρετούσε ως διπλωμάτης στο Λονδίνο κι εκείνη βρισκόταν εδώ στην Αθήνα ‒ γιατί εκείνη το έχτισε αυτό εδώ το σπίτι. Εκείνη βρήκε το οικόπεδο. Ήταν και το τελευταίο που πωλούνταν εδώ.
Έβαλαν και οι δύο χρήματα και το τονίζω αυτό, διότι η αδελφή του Σεφέρη, η Ιωάννα Τσάτσου, έκανε κάποτε μεγάλη ιστορία, θεωρώντας ότι το οικόπεδο αυτό το είχε αγοράσει ο αδελφός της και ότι εκείνος πλήρωσε την κατασκευή του σπιτιού. Αλλά με τι λεφτά; Ο Σεφέρης δεν είχε λεφτά. Η μητέρα μου είχε χρήματα επειδή της άνηκε το οικόπεδο στο Φάληρο το οποίο αργότερα έγινε νεκροταφείο για τους ξένους στρατιώτες που σκοτώθηκαν εδώ κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο. Ανήκε σ' εκείνην και σε μια αδελφή της. Το πούλησαν και πήραν αρκετά λεφτά, με τα οποία αγόρασε το οικόπεδο εδώ κι έτσι έχτισαν το σπίτι.
Όσοι νομίζουν ότι ο Σεφέρης πήρε χρήματα από το βραβείο Νόμπελ κάνουν λάθος. Το βραβείο Νόμπελ στηρίζεται από ένα καταπίστευμα που επενδύεται και το ποσό που αποδίδει είναι αυτό που μοιράζεται στα βραβεία. Εκείνη τη χρονιά, λοιπόν, το ποσό που μοιράστηκε ήταν μικρότερο από κάθε άλλη φορά. Τέλος πάντων, πήγαν όλα κατ' ευχήν και απέκτησε το σπίτι του. Ήταν κάτι που το ήθελε και είχε γράψει κάποτε στην Ιωάννα Τσάτσου: «Δεν ζητάω τίποτα, Ιωάννα. Μόνο μια σκέπη πάνω από το κεφάλι μου, για να τελειώσω το έργο μου».
• Με τη μητέρα μου ο Σεφέρης γνωρίστηκε στην Αίγινα. Η μητέρα μου πάντα με κουβαλούσε μαζί της και, δεν ξέρω γιατί, μου έχει εντυπωθεί και μια εικόνα από τότε που ήμουν πέντε χρόνων ή και πιο λίγο, με τον Σεφέρη να με κουβαλάει στην πλάτη του, που ήταν κάπως γυμνή. Έμενε τότε σε ένα σπίτι που είχε νοικιάσει εκεί μαζί με την Ιωάννα Τσάτσου και τα δυο κορίτσια της. Εγώ ήμουν συμμαθήτρια με την κόρη της τη μεγάλη, τη Δέσποινα, από την Α' Δημοτικού, στη Σχολή Χιλ, μέχρι και την τελευταία τάξη του γυμνασίου στο Αρσάκειο. Ήμασταν πάντα μαζί και πολύ φίλες και με καλούσαν στο σπίτι τους πολύ συχνά.
Το καλοκαίρι πήγαινα μαζί τους στην Κηφισιά. Είχαν μια Γερμανίδα γκουβερνάντα. Εγώ Γαλλίδες πάντα. Πάντα! Ποτέ Γερμανίδες. Δεν θα καθόμουν ούτε 5 λεπτά με Γερμανίδα. Θυμάμαι που στο Ζάππειο ερχόντουσαν διάφορες οικογένειες και βάσει γκουβερνάντας γινόμασταν εχθροί, χωριζόμασταν σε Γάλλους και Γερμανούς. Παρ' όλα αυτά, καλύτερες απ' όλες ήταν οι Πολωνέζες. Ήταν συμπαθητικά κορίτσια, δεν ήταν αυτά τα τέρατα που ήταν οι άλλες.
Οι Τσάτσοι είχαν μια Γερμανίδα, τη Λότε τη διαβόητη, που έβαζε τα κορίτσια να στέκονται γονατιστά πάνω στο χαλίκι του Ζαππείου που τους τρυπούσε τα ευαίσθητα γονατάκια τους. Τέτοιες ήταν οι Γερμανίδες όλες. Τα ξαδέλφια μου, της οικογένειας Δραγούμη, είχαν μια φροϊλάιν που δεν θυμάμαι πώς την έλεγαν. Οι μπάτσες που τους έριχνε, όμως, δεν περιγράφονται! Το δε φαγητό το κάναν όλο ένα πράγμα ανακατεμένο και ομογενοποιημένο, εντελώς νιανιά και άχαρο. Δεν θα τα ξεχάσω αυτά. Όταν πήγα πρόσφατα στο Βερολίνο, από την ένταση που μου προκαλούσαν οι αναμνήσεις, ήθελα να φύγω, δεν το μπορούσα!
• Έχασα τον άντρα μου στα 40 μου χρόνια. Ήταν ο μεγάλος μου έρωτας, από τότε που ήμουν 17 χρονών και δεν μας άφηναν να παντρευτούμε. Λεγόταν Σταμάτης Κρίνος και η οικογένειά του ήταν συριανή, οι Κρίνοι. Φαρμακοποιός από οικογενειακή παράδοση. Μαζί του απέκτησα το ένα και μόνο παιδί μου, την κόρη μου, Δάφνη Κρίνου, που τώρα είναι γνωστή κοσμηματοποιός στο Λονδίνο.
Μετά ήρθαν τα πράγματα αλλιώς και ήρθε και η φοβερή επταετία. Εγώ έκανα ό,τι μπορούσα τότε. Όλοι μου οι φίλοι ήταν μέσα. Όλοι! Εγώ ήμουν πάντα αυτό που θα λέγαμε «αριστερή όχι και πάντως όχι δεξιά». Και πιστεύω ότι σωστά ήμουνα. Ο δεύτερος σύζυγός μου λεγόταν Μαρμαρινός και εξαιτίας των βασανιστηρίων που είχε υποστεί τα χρόνια της δικτατορίας κούτσαινε σε όλη την υπόλοιπη ζωή του. Δεν είχε καμία μόρφωση και καμία ανατροφή. Προερχόταν από μια οικογένεια με πολλά παιδιά.
Δίσταζα. Δεν είχα σκοπό να τον παντρευτώ. Γνωριστήκαμε μέσω κάποιου γνωστού μου από διαφορετικό κύκλο από τον δικό μου. Ήταν και 10 χρόνια πιο μικρός από μένα. Ντρεπόμουν. Βέβαια, δεν φαινόταν η διαφορά ηλικίας. Ο άνθρωπος αυτός, όσα μπορούσε να κάνει, τα έκανε όλα ‒ τα έφτιαξε όλα. Δούλευε στη Siemens. Έπαθε κάποια στιγμή ένα δυνατό έμφραγμα και με αφορμή αυτό μου είπε να παντρευτούμε, ώστε, αν έφευγε από τη ζωή, να είχα τουλάχιστον εγώ μια σύνταξη. Καλοσύνη του! Κι έτσι παντρευτήκαμε στο δημαρχείο. Ήταν η εποχή που ξεκινούσαν οι πολιτικοί γάμοι.
• Ο Σεφέρης δεν ήταν καθόλου ωραίος άντρας. Είχε όμως μια γλύκα. Αν, βέβαια, με άκουγε τώρα, θα θύμωνε. Θα έλεγε: «Βρε Άννα, εγώ γλυκός;». Είχε ωραία μάτια. Μιλούσε πολύ ωραία. Είχε ωραία φωνή. Αν την άκουγα ξαφνικά τώρα, μετά από τόσα χρόνια, θα την αναγνώριζα αμέσως. Μου διηγούνταν παραμύθια, όταν τους είχα επισκεφθεί στη Βηρυτό. Τις Χίλιες και μία νύχτες, αλλά τις αυθεντικές, που είναι πολύ σκαμπρόζικες.
• Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος ήταν πολύ φίλος μου. Ήταν ο καλύτερός μου φίλος. Ήξερε τα πάντα. Εγώ του τα έλεγα όλα. Η σχέση μου μαζί του ήταν πολύ περίεργη. Όλοι νόμιζαν ‒επειδή όλοι σκέπτονται πονηρά‒ ότι κάτι συνέβαινε μεταξύ μας. Ήταν πραγματικά τεμπέλης. Δεν το λέω ως μομφή, δεν τον κατηγορώ γι' αυτό, όπως το έκανε ο πατέρας του. Το θέτω απλά και περιγραφικά, για να τονίσω ότι του άρεσε η καλοπέραση.
Αν, για παράδειγμα, μια ταβέρνα είχε καλό κρασάκι, ψωμί, λάδι και σκόρδο, δεν θα ζητούσε περισσότερα. Ξυπνούσε αργά. Και δεν ξυπνούσε για να αρχίσει να τρέχει. Το ίδιο έκανε και ο Σεφέρης, όποτε μπορούσε. Αυτό το έχω κι εγώ. Όλη μου τη ζωή, όσο πήγαινα σχολείο, έπρεπε να σηκωθώ πρωί, να ράψω τον άσπρο γιακά στην ποδιά και να φύγω τρέχοντας. Άσε με τώρα λίγο να κοιμηθώ... Θέλω να κοιμηθώ μέχρι τις 12:00, τώρα στο τέλος του βίου μου. Πειράζει; Ας κοιμηθώ! Δεν με αφήνουν όμως.
• Και με τον Σεφέρη είχα μια πολύ ιδιαίτερη φιλία. Του τα έλεγα κι εκείνου όλα. Κι αν ήταν κάτι που κάναμε πάντα με τον Γιώργο, ήταν να γελάμε! Ήταν φοβερός. Το χιούμορ του ήταν φοβερό. Και ξέρετε, οι άνθρωποι χωρίς χιούμορ... δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα. Εγώ δεν ξέρω πώς να τους φερθώ!
• Όλα αυτά που γράφονται και συζητιούνται περί ανταγωνιστικής σχέσης Σεφέρη - Λορεντζάτου εγώ βρίσκω ότι δεν στέκουν. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, εγώ που έζησα από κοντά αυτούς τους δύο ανθρώπους υποκλίνομαι και αποχωρώ.
• Δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς μουσική και βιβλία. Τώρα έχω πέσει με τα μούτρα στους Ιάπωνες συγγραφείς. Τι ωραία πράγματα είναι αυτά που λέει ο Μουρακάμι! Αυτόν τον καιρό, όμως, διαβάζω τα ερωτικά γράμματα που αντάλλασσαν ο Καμί με την Μαρί Καζαρές. Ήταν τόσο ερωτικά αυτά τα γράμματα και τόσο ωραία! Φανταστείτε τώρα ένας Καμί να σου γράφει ερωτικό γράμμα! Πώς να παρηγορηθεί αυτή η γυναίκα μετά το τροχαίο στο οποίο εκείνος σκοτώθηκε; Το βιβλίο με τα γράμματά τους είναι τεράστιο. Αντί να το βγάλουν σε δύο τόμους, το έβγαλαν σε έναν. Θα γράψω ένα γράμμα στον εκδοτικό οίκο να παραπονεθώ. Είναι ασήκωτο. Βέβαια, έγραφαν κι αυτοί είκοσι γράμματα ημερησίως ο ένας στον άλλο. Και ήταν και τα είκοσι φλογερά. Τόσο φλογερά, που ήταν σαν να έκαναν έρωτα στο χαρτί. Το φαντάζεστε αυτό;
Εγώ διάβαζα Καμί από τότε που εκείνος ζούσε ακόμα. Ήμουν επίσης σαρτρική. Ο Σεφέρης τον Σαρτρ δεν μπορούσε ούτε από μακριά να τον μυρίσει, πόσο μάλλον να τον διαβάσει. Το ίδιο και ο Λορεντζάτος. Μου φώναζε: «Πάρ' τον από δω αυτόν!». Δεν ξέρω τι πάθαιναν. Εμένα όμως αυτή ήταν η εποχή μου. Πιο έξυπνο άνθρωπο από τον Σαρτρ έχετε δει ποτέ; Πάρα πολύ έξυπνος! Ήταν και τέρας, βέβαια, σαν άντρας. Σαν βάτραχος για την ακρίβεια. Κι όμως, τον ερωτεύονταν όλες. Άρα, το λέγειν του ήταν το καταπληκτικό. Δεν χωράει άλλη εξήγηση. Πόσο θα ήθελα να τους είχα γνωρίσει όλους αυτούς!
• Στο τέλος, ο Σεφέρης, που δεν άντεχε να με βλέπει συνεπαρμένη με δαύτους, μου έδωσε να διαβάσω Προυστ. Και επειδή μου το πρότεινε ο Σεφέρης, τον διάβασα. Και τρελάθηκα. Τρελάθηκα πραγματικά! Άλλο πράγμα μου συνέβη εκεί! Τι θαυμάσια πράγματα ήταν αυτά, Θεέ μου!
• Για μένα πρότυπο ανδρικής ομορφιάς είναι ο Ντάνιελ Ντέι-Λιούις. Θα μου πείτε ότι έχει στραβή μύτη. Ότι είναι ομορφάσχημος. Δεν με πειράζει καθόλου αυτό. Μου αρέσει πάρα πολύ. Ο Μπραντ Πιτ, ας πούμε, δεν μου αρέσει. Είναι αμερικανάκι. Ενώ ο Ντάνιελ Ντέι-Λιούις! Tον θυμάστε Μοϊκανό; Πόσο ωραίος ήταν! Και στο άλλο το φιλμ, όπου είναι ράφτης και ράβει φουστάνια γυναικεία; Μου άρεσε κι εκεί πάρα πολύ.
Έχει παντρευτεί την κόρη του Χένρι Μίλερ που είναι κινηματογραφίστρια κι έχουν κάνει πολλά παιδιά. Βέβαια, παλιότερα ήταν με την Ιζαμπέλ Aτζανί, την οποία εγκατέλειψε όταν εκείνη γεννούσε το παιδί τους, για να πάει με την κόρη του Mίλερ. Ήταν ατακτούλης, αλλά όλα τα συγχωρώ σ' αυτόν. Ειδικά σ' αυτόν, χαλάλι του!
• Θαύμαζα και τον Πικάσο από πολύ μικρή. Τον θαύμαζα ως άντρα. Είχα διαβάσει το βιβλίο της Φρανσουάζ Ζιλό. Θα την έσπαγα στο ξύλο για κείνο το βιβλίο. Δεν επιτρέπεται έναν γέρο άνθρωπο να του πάρεις τα παιδιά και να τον αφήσεις σύξυλο! Τι σου έκανε; Δεν ήταν και τόσο φοβερό αυτό που έκανε! Απλώς, πολλές απιστίες. Δεν επιτρέπεται ο Πικάσο να σου κάνει απιστίες;
Εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ να τον μαλώσω τον γεράκο. Είχε χιούμορ, ήταν πανέξυπνος. Δεν πειράζει αν ήταν και λίγο παλιανθρωπάκος, που ούτε αυτό μπορώ να το πω! Έκανε τον σπουδαίο γιατί ήταν σπουδαίος!
• Ο Τσε Γκεβάρα ήταν ένας θαυμάσιος επαναστάτης. Τον θαυμάζω επίσης. Τον φαντάζομαι σαν έναν άνθρωπο άγιο. Δεν ήταν παλιάνθρωπος. Ήταν ένας άνθρωπος αγνός.
• Ο Σνούπι, δεν είναι ένα χάρμα κι αυτός; Τον λατρεύω. Πήγα σε μια μεγάλη έκθεση στο Λονδίνο με είδη Σνούπι και ξετρελάθηκα. Μου άρεσε πάρα πολύ που είχε τόσο πολλά παιδιά. Βέβαια, πιστεύω ότι ο σχεδιαστής του ήταν Γερμανός.
Ποτέ στη ζωή μου δεν συμβιβάστηκα με τη γερμανική κουλτούρα και ούτε πρόκειται να συμβιβαστώ. Δεν θέλω να τα ακούω τα γερμανικά. Η μάνα μου ήξερε να μιλά, γιατί είχαν κάποτε Γερμανίδα δασκάλα και έλεγε ότι ήταν ωραία γλώσσα. Αλλά πού είναι το ωραίο; Δεν το καταλαβαίνω! Ο καημένος ο Γιώργος, ο Σεφέρης, πήγε και κάθισε δύο ώρες ή τρεις στη Γερμανία και έφυγε. «Ποτέ δεν θα ξανάρθω» είπε.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO