https://www.madata.gr/files/irlandiakyriaki.jpg

Όταν Άγγλοι αλεξιπτωτιστές πυροβολούσαν πισώπλατα 17χρονα παιδιά στην Ιρλανδία

30 Ιανουαρίου 1972 Μπογκσαιντ Λοντοντερι Βόρεια Ιρλανδία

Ο Έντουαρντ Ντάλι σταμάτησε να τρέχει. Πιάστηκε από ένα παρτέρι στο παράθυρο μιας ομοιόμορφης με τις διπλανές της, κόκκινης μονοκατοικίας, έσκυψε και άδειασε το στομάχι του. Πήρε δυο τρεις μεγάλες ανάσες και συνέχισε να προχωρεί. Πίσω του βρισκόντουσαν 8 άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες που βαστούσαν ένα 17χρονο παιδί στα χέρια.

Το πορτοκαλί του πουκάμισο με τον μεγάλο γιακά, είχε μουλιάσει και είχε γίνει κόκκινο. Μια σφαίρα το είχε πετύχει ακριβώς στους πνεύμονες. Τα χημικά έτσουζαν τα κατακόκκινα δακρυσμένα μάτια και αποπροσανατόλιζαν τον Τζον. Κάθε αναπνοή ήταν λες και δεκάδες κοφτερά μικρά μαχαίρια τρυπούσαν το λαιμό του. Ο Ντάλι διέκρινε μέσα από τον καπνό ένα μπλόκο του Αγγλικού στρατού, πίσω από ένα αγκάθινο συρματόπλεγμα.

Έβγαλε με δυσκολία ένα λευκό μαντίλι γεμάτο αίματα, από την τσέπη του σακακιού του και το ανέμισε στον αέρα. Έπρεπε να περάσουν για να πάνε τον μικρό που ψυχορραγούσε στο νοσοκομείο.

Οι Άγγλοι είχαν γονατίσει στο ένα πόδι και τους σημάδευαν. Φορούσαν μαύρα μπερέ και μαύρα αλεξίσφαιρα πάνω από τις μπλούζες παραλλαγής. Ήταν όλοι τους αλεξιπτωτιστές από την αδυσώπητη και σκληρή μονάδα «1 para». Πίσω τους τρία τεράστια Land Rover βαμμένα και αυτά στα χρώματα παραλλαγής, μάρσαραν τις μηχανές τους.

Ο Ντάλι κούνησε πάλι το λευκό μαντίλι. Όταν έφτασε κοντά και μπορούσε πλέον να διακρίνει τα πρόσωπα των Άγγλων, πίστεψε ότι θα τους άφηναν να περάσουν αφού μετέφεραν ένα παιδί τραυματισμένο.

Ο Έντουαρντ Ντάλι μέσα στον πανικό και τις εκρήξεις από τις χειροβομβίδες κρότου - λάμψης που έριχναν στους δίπλα δρόμους κατάφερε να ακούσει καθαρά τον επικεφαλής: «Fuck them all». Την ίδια στιγμή δεκάδες σφαίρες έσκισαν τον αέρα. Ο Ντάλι και οι υπόλοιποι έπεσαν στην άσφαλτο, με τα χέρια πάνω από το κεφάλι. Ο επικεφαλής τους πλησίασε. Όρθιος σημάδεψε το ημιθανές παιδί με το ματωμένο πουκάμισο και εν ψυχρώ το πυροβόλησε στο κεφάλι. Ύστερα μούγκρισε «get lost bastard» και επέστρεψε στο οδόφραγμα.

Ο Έντουαρντ Ντάλι επίσκοπος στο δυτικό Londondery, ένας φιλήσυχος άνθρωπος που υποστήριζε τους ρεπουμπλικανούς, ένιωσε μια υγρή ζεστασιά ανάμεσα στα πόδια του. Παράτησε το λευκό μαντήλι σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει προς τα πίσω. Μέσα του ψιθύριζε στα γαελικά το «tiocfaidh ar la». Τα δάκρυα στα μάγουλα του δεν ήξερε εάν ήταν από τα χημικά, από τον τρόμο ή από την οργή του.

Νωρίτερα την ίδια μέρα

Ο Τζέραρντ Ντόναχιει ήταν χαρούμενος. Την επόμενη μέρα θα έκλεινε τα 17 του χρόνια και ήδη σκεφτόταν την οικογενειακή γιορτή που θα γινόταν στο σπίτι του. Έμενε σε μια μικρή μονοκατοικία στην Όκφιλντ Ροουντ, δίπλα από το πάρκο Μπρουκ, πίσω από τον καθολικό ναό του Αγίου Ευγενίου, στην περιοχή Μπογκσαιντ. Ήταν μια φτωχή, αλλά αγαπημένη οικογένεια.

Σήμερα όμως είχε άλλα να σκεφτεί. Βρισκόταν στους δρόμους του Λόντοντερι μαζί με χιλιάδες συνομήλικους του για να διαδηλώσουν ενάντια στην ανέχεια, τη φτώχεια, και τον τρόμο που έσπερνε στη χώρα του η Αγγλική κατοχή.

Ο Τζέραρντ χαμογελούσε. Έβλεπε νέους ανθρώπους δίπλα σε ηλικιωμένους, δίπλα σε έγκυες γυναίκες και μητέρες που έσπρωχναν κάποιο παιδικό καρότσι, και ήταν σίγουρος ότι με τέτοια κοσμοπλημμύρα οι Εγγλέζοι θα τα μάζευαν και θα έφευγαν. Η Ένωση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα της Βόρειας Ιρλανδίας τη NICRA, που διοργάνωσε αυτό το συλλαλητήριο θα πετύχαινε τον μεγάλο της στόχο.

Ο Τζέραρντ δεν κατάλαβε ποτέ γιατί οι στρατιώτες άρχισαν να τους πυροβολούν. Δεν πυροβολούσαν στον αέρα για εκφοβισμό, αλλά σημάδευαν τα κορμιά τους. Όταν είδε έναν άνδρα να πέφτει δίπλα του χτυπημένος στο πόδι κοίταξε ψηλά στην ταράτσα από όπου είχε πέσει ο πυροβολισμός. Τότε άρχισε να τρέχει. Να τρέχει και να σκέφτεται ότι μάλλον έπρεπε να μείνει στο ζεστό του σπίτι, γιατί αύριο είχε τα γενέθλια του. Στην πρώτη γωνία που βρήκε, έστριψε αριστερά και τότε τα χημικά και οι καπνοί του τρύπησαν τη μύτη, τα πνευμόνια και έκαναν τα μάτια του να δακρύζουν.

Άκουσε σχεδόν από πάνω του το ελικόπτερο του στρατού να πετάει και να απομακρύνεται. Ο μικρός Τζέραρντ δε γνώριζε πως μόλις άρχισε να κατηφορίζει την Νόρθλαντ ρόουντ, έγινε στόχος. Εκατόν είκοσι μέτρα μακρυά, στην ταράτσα του παλιού χυτηρίου, ένας Άγγλος στρατιώτης από τη «Μαύρη φρουρά», τον σημάδευε. Το κεφάλι του γέμιζε τον σταυρό του σκοπευτικού. O Άγγλος περίμενε να περάσει το παιδί. Όταν του είχε γυρίσει την πλάτη, με ένα απαλό πάτημα της σκανδάλης εναρμονισμένο με την ήρεμη αναπνοή του εκτελεστή, η σφαίρα έφυγε.

Κλάσματα του δευτερολέπτου μετά, βρήκε το στόχο της. Ο 17χρονος σωριάστηκε αιμόφυρτος, νεκρός στο δρόμο, σαν να τον χτύπησε κεραυνός. Το τραύμα εισόδου ήταν στο πίσω μέρος του εφηβικού του κεφαλιού. Ο άνδρας από την ταράτσα μίλησε στον φορητό του ασύρματο δίχως να χάσει το δρόμο από τα μάτια του: «Clean Shot». Το κόκκινο φτερό του τρίτου τάγματος πεζικού του Βασιλικού συντάγματος της Σκωτίας, ήταν το μοναδικό που ξεχώριζε από τον μαύρο μπερέ του φαντάρου.

Λισμπουρν Β. Ιρλανδία, αεροπορική βάση RAF 29 Ιανουαρίου

Το γραφείο το επικεφαλής του «4ου συντάγματος των φρουρών των Βασιλικών δραγόνων», είχε γεμίσει ασφυκτικά καπνούς. Ο ταξίαρχος Ρόμπερτ Φορντ κάπνιζε την πίπα του και μεγάλες τολύπες γέμιζαν το δωμάτιο. Άκουγε τους συνομιλητές του να μιλούν και χάιδευε με τα ακροδάχτυλα του το τσιγκελωτό κοκκινωπό μακρύ μουστάκι του. Μπορεί να ήταν ταξίαρχος αλλά από τις 29 Αυγούστου εκείνου του χρόνου είχε χρηστεί Γενικός Διοικητής της Βόρειας Ιρλανδίας εκτελών χρέη στρατηγού.

«Δεν ξέρω τι θα κάνετε και δεν με ενδιαφέρει. Θέλω μόνο η πορεία να μην φτάσει στην πλατεία Guildhall του Derry. Ταξίαρχε Πάτ Μακλέλαν θα είστε ο επιχειρησιακός διοικητής και επικεφαλής των δυνάμεων που θα αναπτυχθούν στην πόλη. Ταγματάρχα Derek Wilford πιστεύετε ότι οι αλεξιπτωτιστές σας θα τα καταφέρουν; Περιμένω να διαβιβάσετε τις εντολές αυτού του φακέλου στον υπολοχαγό Ted Loden που είναι υπεύθυνος συλλήψεων.»

Οι τρεις άνδρες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και άνοιξαν τον φάκελο που ένας ένας αποστήθιζε. Τον Ρόμπερτ Φορντ δεν τον ένοιαζε να χρησιμοποιηθεί ακόμη και υπέρμετρη βία. Ακόμη και πραγματικές σφαίρες εναντίον αμάχων.

«Θέλω να χτυπηθούν οπωσδήποτε οι αρχηγοί του DYH (Derry Young Hooligans) αυτών των 17χρονων κατακαθιών. Να το πληρώσουν. Πυροβολήστε τους δε με ενδιαφέρει. Και μην έχετε κανένα άγχος, Ήδη το σενάριο ότι αμυνθήκαμε γιατί μας έριξαν πρώτοι και μας πέταξαν βόμβες, είναι έτοιμο, και το Λονδίνο θα το ξεφουρνίσει στην κοινή γνώμη. Χτυπήστε στο ψαχνό κανείς σας δε θα λογοδοτήσει πουθενά»

Οι τρεις άνδρες σηκώθηκαν, ίσιωσαν τα ρούχα τους και στάθηκαν προσοχή. «Ελεύθεροι» είπε ο ταξίαρχος «και να μην με απογοητεύσετε»

Τα γεγονότα

Η ατμόσφαιρα στο Λόντοντερι της Βορείου Ιρλανδίας και τις γύρω περιοχές είχε αρχίσει να μυρίζει δακρυγόνα μια εβδομάδα πριν. Στις 22 Ιανουαρίου οι Ιρλανδοί θέλησαν να πραγματοποιήσουν πορεία στην Μακίλιγκαν ρόουντ κοντά στο κέντρο του (Λόντον)Ντέρι. Στρατιώτες του «1-para» της «μαύρης φρουράς» και παραστρατιωτικοί της UDA πιστοί στο στέμμα, απαγόρευσαν την πραγματοποίηση της.

Άπλωσαν ένα τεράστιο συρματόπλεγμα στις παρυφές στάθηκαν από πίσω και όποτε πλησίαζαν οι διαδηλωτές πυροβολούσαν με σφαίρες καουτσούκ στο ψαχνό.

Αθώοι άνθρωποι που συνελήφθησαν, κατηγορήθηκαν ως τρομοκράτες από το Αγγλικό Στέμμα και στάλθηκαν δίχως δίκη στις απάνθρωπες φυλακές υψίστης ασφαλείας στο Λονγκ Κες. Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και δεκαετίες καταπίεσης των Ιρλανδών βγήκαν στην επιφάνεια. Η NICRA διοργάνωσε νέα πορεία στο κέντρο της πόλης για την Κυριακή 20 του μήνα.

Η συμμετοχή ήταν καθολική. Αλλά το αποτέλεσμα προαποφασισμένο…

Το πρωί της Κυριακής περισσότεροι από 10.000 άνθρωποι, άνδρες γυναίκες, νέοι, ηλικιωμένοι, έγκυες, γυναίκες με τα καροτσάκια τους ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν από το Ντέρι και μέσω της Ροσβιλ στριτ να φτάσουν στην πλατεία Guildhall, δίπλα από το στρατόπεδο των Αγγλικών δυνάμεων.

Από τα ξημερώματα όμως οι δυνάμεις κατοχής είχαν τοποθετήσει αγκαθωτά συρματοπλέγματα με πάνοπλους στρατιώτες με σκοπό να εκτρέψουν την πορεία και να την οδηγήσουν στην περιοχή του Μπογκσαιντ.

Μπροστά στα συρματοπλέγματα οι άνθρωποι αντέδρασαν και άρχισαν να φωνάζουν. Οι Άγγλοι σαν πρώτη αλλά όχι τελειωτική απάντηση απάντησαν με δακρυγόνα και σφαίρες από καουτσούκ.

Ο κόσμος άρχισε να τρέχει προς το Μπογκσαιντ.

Στις ταράτσες πολυκατοικιών ή εγκαταλελειμμένων εργοστασίων είχαν τοποθετηθεί ελεύθεροι σκοπευτές από την μονάδα «1- para» και μαυροσκούφηδες του Σκοτσέζικου τάγματος της μαύρης φρουράς.

Το σχέδιο του ταξίαρχου Φορντ άρχισε να τίθεται σε εφαρμογή. Οι ελεύθεροι σκοπευτές άρχισαν να πυροβολούν στο ψαχνό με σκοπό όχι να απωθήσουν αλλά να σκοτώσουν.

Ο πρώτος τραυματίας καταγράφηκε στην Ουίλιαμ στριτ εκεί όπου οι αρχές έριξαν και τα περισσότερα δακρυγόνα.

Οι περισσότεροι νεκροί έπεσαν από πυρά στο οδόφραγμα της Ροσβιλ στριτ και τους κάθετους δρόμους.

30 Ιανουαρίου 1972, μεσημέρι περιοχή Μπογκσαιντ Λόντοτερι

Η ατμόσφαιρα είχε γεμίσει καπνούς. Μόλις έγινε γνωστή η πρώτη δολοφονία το ανθρώπινο ποτάμι αντί να διαλυθεί άρχισε να συγκεντρώνεται μπροστά από τα μπλόκα. Κάποιοι άναψαν φωτιές στους κάδους των σκουπιδιών για να «σπάσει το δακρυγόνο στην ατμόσφαιρα». Οι πιο τολμηροί πλησίαζαν τους Αλεξιπτωτιστές και προσπαθούσαν να τους φτύσουν. Η ιαχή «δολοφόνοι, δολοφόνοι» δονούσε την ατμόσφαιρα.

Ο Τζέιμς Φλάχλαν βρισκόταν από την αρχή της διαδήλωσης δίπλα δίπλα με τον αδερφικό του φίλο τον 17χρονο Χιου Πιους Γκίλμουρ.

«Πάμε να φύγουμε, θα κάνω εμετό από τα χημικά του είπε ο Χιου και ο Τζέιμς γέλασε: «tiocfaidh ar la» του είπε και έκανε να σφίξει περισσότερο το μαντίλι του και να βάλει βαζελίνη. Στα χέρια του κρατούσε μισό κίτρο και κάθε λίγο και λιγάκι το έσταζε κάτω από τα κατακόκκινα μάτια του.

«Δώσε μου λίγο δεν αντέχω» είπε ο 17χρονος Χιου Πίους Γκίλμουρ. Πήρε το κίτρο σήκωσε το κεφάλι του και ετοιμάστηκε να το πιέσει για να στάξει. Τότε ήταν που το κορμί του δέχτηκε μια ριπή από πίσω η οποία τον έκοψε σχεδόν στη μέση. Τον έπιασε ο φίλος του πριν πέσει στην άσφαλτο. Ξεψύχησε στα χέρια του Τζέιμς Φλάχλαν ο οποίος ούρλιαζε σαν τρελός ενώ το πλήθος έτρεχε δίπλα τους και τους προσπερνούσε.

Επίλογος

Η Ματωμένη Κυριακή του 1972 ήταν η τέταρτη με θύματα Ιρλανδούς στη μάχη τους για να αποχωρήσουν οι Άγγλοι από την Ιρλανδική γη.

Η πρώτη έγινε στις 13 Νοεμβρίου του 1887 στο Λονδίνο όπου σοσιαλιστές και αναρχικοί διοργάνωσαν μια μεγάλη διαδήλωση για να καταγγείλουν τη βρετανική πολιτική στο Ιρλανδικό. Ανάμεσά τους ξεχώριζε η μορφή του διάσημου ιρλανδού συγγραφέα και ακτιβιστή Τζορτζ Μπέρναρ Σο. Από τις συγκρούσεις που ακολούθησαν, τρεις διαδηλωτές έχασαν τη ζωή τους και 200 χρειάστηκαν νοσηλεία σε νοσοκομείο.

Η δεύτερη έγινε το 1913 στο Αγγλοκρατούμενο Δουβλίνο που βίωνε την έσχατη φτώχια. Ξεκίνησε σαν απεργία και όλα είχαν παραλύσει στην πόλη που οι άνθρωποι της ζητούσαν καλύτερες συνθήκες όχι εργασίας, αλλά διαβίωσης.

Την Κυριακή 31 Αυγούστου κατά τη διάρκεια διαδήλωσης και όταν η πορεία είχε φτάσει στην οδό στην οδό Σάκβιλ, Άγγλοι στρατιώτες και αστυνομία χτύπησαν βάναυσα και δολοφόνησαν 2 απεργούς ενώ έστειλαν στο νοσοκομείο εκατοντάδες.

Η τρίτη ματωμένη Κυριακή έγινε την 21η Νοεμβρίου του 1920 πάλι στο Δουβλίνο. Αφορμή στάθηκε η εκτέλεση με συνοπτικές διαδικασίες από τον IRA, 13 Άγγλων πρακτόρων. Οι Αγγλικές δυνάμεις που είχαν εγκλωβιστεί στο κάστρο της πόλης έριξαν στο ψαχνό. 36 νεκροί διαδηλωτές.

Η τέταρτη έγινε στο Λόντοντέρι στις 30 Ιανουαρίου του 1972. Σκοτώθηκαν 13 αθώοι άνθρωποι επιτόπου και ένας υπέκυψε πέντε μήνες μετά στο νοσοκομείο.

Μετά την παγκόσμια κατακραυγή οι Άγγλοι επιχείρησαν να μπαλώσουν τις δολοφονίες τους και είπαν πως οι νεκροί είτε τους πυροβόλησαν είτε κουβαλούσαν βόμβες επάνω τους. Την άποψη αυτή ενίσχυσε και η χαλκευμένη έκθεση που συντάχθηκε από τον αρχιδικαστή του στέμματος, Λόρδο Widgery.

Στις 15 Ιουνίου του 2010, 38 χρόνια μετά δημοσιοποιήθηκε το επίσημο πόρισμα για τα γεγονότα της Ματωμένης Κυριακής, μετά από μακρόχρονη και ενδελεχή έρευνα υπό την εποπτεία του πρώην δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου, Λόρδου Σεβίλ του Νιούντιγκεϊτ.

Σύμφωνα με την Έκθεση, κανένα από τα θύματα δεν έφερε την παραμικρή ευθύνη, ενώ τα γεγονότα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν δικαιολογημένα.

Κανένα από τα θύματα δεν συνιστούσε απειλή ή έκανε κάτι που θα δικαιολογούσε τους πυροβολισμούς, ενώ κάποια από αυτά έφευγαν ή βοηθούσαν άλλους τραυματίες την ώρα των πυροβολισμών.

Ο στρατός ήταν αυτός που άνοιξε πυρ απροειδοποίητα και χωρίς να υπάρχει πριν κάποια πράξη εναντίον του (είτε βομβιστική επίθεση, είτε λιθοβολισμός). Κάποιοι από τους στρατιώτες δήλωσαν ψέματα σχετικά με τα γεγονότα.

Η βρετανική κυβέρνηση μέσω του ίδιου του πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον ζήτησε επίσημα συγγνώμη για το γεγονός.

*Ο ενορχηστρωτής και δημιουργός της σφαγής ταξίαρχος Φορντ προήχθη για τις υπηρεσίες του στο στέμμα σε στρατηγό, ενώ όταν επέστρεψε στο Λονδίνο, η Βασίλισσα τον έχρισε Sir.

*Κατά τη νεκροψία των πτωμάτων, οι ιατροδικαστές διαπίστωσαν ότι τα τραύματα εισόδου στα κορμιά των νεκρών αλλά και στα νοσοκομεία των τραυματιών, ήταν από πίσω. Άοπλοι είχαν χτυπηθεί πισώπλατα.

*Η φράση «tiocfaidh ar la» στα Γαελικά, σημαίνει «θα έρθει η δική μας μέρα». Αποτέλεσε σύνθημα του πολιτικού σκέλους του IRA, του Σιν Φέιν και έγινε σύνθημα ύστερα από τον θάνατο του μαχητή - ήρωα των Ιρλανδών Μπομπι Σαντς μέσα στις φυλακές υψίστης ασφαλείας στο Λονγκ Κες.

Την χρησιμοποιούν ευρέως και οι φανατικοί οπαδοί των Σέλτικ

Ο IRA

Ο ΙRΑ ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του 1919, διαδεχόμενος την ένοπλη οργάνωση Ιρλανδοί Εθελοντές, η οποία είχε ιδρυθεί το 1913. Πολλά από τα τότε μέλη της ήταν -ταυτόχρονα- και μέλη του τότε Ιρλανδικού Εθνικιστικού Κόμματος, Σιν Φέιν.

Ο Ιρλανδικός δημοκρατικός στρατός, το 1972, είχε δεν είχε συμπληρώσει τρια χρόνια από τη διάσπαση του. Χωρίστηκε στα δυο. Στον περιφερειακό IRA και τον επίσημο IRA. Ο περιφερειακός IRA υποστήριζε τον καθολικό ρεπουμπλικανισμό και τη σοσιαλδημοκρατία ενώ ο επίσημος IRA διατήρησε την παραδοσιακή μαρξιστική ιδεολογία, ήταν υπέρ της συνεννόησης όλων των Βορειοιρλανδών εργατών και τασσόταν κατά της ένοπλης βίας.

Έχει κατηγορηθεί για 3.637 δολοφονίες.

Στις 28 Ιουλίου του 2005, ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός κήρυξε τον τερματισμό οποιασδήποτε ένοπλης ενέργειας και ανακοίνωσε πως, στο μέλλον, θα προσπαθούσε να επιτύχει τους στόχους του μόνο με ειρηνικά μέσα.

31.1.2020 / ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΛΕΒΕΝΤΟΓΙAΝΝΗΣ

Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 2020 στις 10-5-2018