Είναι καλύτερη ή χειρότερη η φετινή Αρμάνι;
Η σύγκριση της φετινής Αρμάνι Μιλάνο με την αντίστοιχη περσινή αναδεικνύει πολλά κοινά σημεία και η Euroleague Greece στέκεται στην ιταλική ομάδα η οποία αποφεύγει τα μεγάλα λάθη αλλά αδυνατεί να κάνει και την υπέρβαση.
by Βασίλης ΒλαχόπουλοςΗ περίπτωση της Αρμάνι Μιλάνο είναι εξαιρετικά ιδιαίτερη διότι εδώ και πολλά χρόνια επενδύει δεκάδες εκατομμύρια ευρώ, αδυνατεί ωστόσο να παίξει (έστω) στα Playoffs της Euroleague. Για να συναντήσει κανείς την τελευταία φορά που έφτασε σ’ αυτό το σημείο, θα πρέπει να γυρίσει τον χρόνο πίσω στην περίοδο 2013-14. Εκ τότε, από την τεχνική ηγεσία πέρασαν αρκετοί προπονητές και δεκάδες παίκτες.
Την τελευταία διετία, η ιταλική ομάδα εμφανίζει σταθερότητα, υπό την έννοια ότι, όπως πέρυσι έτσι και φέτος το ποσοστό επιτυχίας της έπειτα από 22 αγώνες βρίσκεται στο 50%. Αυτό που διαφέρει είναι η αγωνιστική φιλοσοφία της καθώς πέρυσι βασίστηκε στις επινοήσεις και στην εκτελεστική δεινότητα του Μάικ Τζέιμς. Ο Αμερικανός πρόσφερε σχεδόν το 24% των πόντων του συνόλου (πάντα στις πρώτες 22 αγωνιστικές), ήταν ο βασικός δημιουργός της ομάδας και εν τέλει, η Αρμάνι ζούσε ή πέθαινε αναλόγως της αποτελεσματικότητας του. Φέτος, η Αρμάνι δεν διαθέτει παίκτη αντίστοιχων χαρακτηριστικών και αντίστοιχων. Ο Σέρχι Ροντρίγκεθ δεν θα μπορούσε να διαδραματίσει αυτόν τον ρόλο, ασχέτως της ηγετικής προσωπικότητάς του γιατί δεν διαθέτει τα αγωνιστικά στοιχεία, ενώ είναι μεγαλύτερος (ηλικιακά) του Τζέιμς και η δημιουργία για τους συμπαίκτες του αποτελεί τη βασική προτεραιότητά του.
Πιο σκληρή, λιγότερο παραγωγική
Παρόντος του Έτορε Μεσίνα λίγο πολύ ήταν δεδομένο ότι η Αρμάνι θα άλλαζε την αγωνιστική φιλοσοφία της για να «κουμπώσει» στη λογική του Ιταλού προπονητή. Προς αυτήν την κατεύθυνση, το καλοκαίρι έγιναν συντριπτικές αλλαγές, είναι αλήθεια όμως ότι οι περισσότερες (μέχρι στιγμής) δεν κρίνονται επιτυχημένες. Πέρυσι, η πλέον αποτυχημένη επιλογή της Αρμάνι ήταν ο Κέρτις Τζέρελς καθώς ο Αμερικανός δεν ανταποκρίθηκε σε ρόλο co star δίπλα στον Μάικ Τζέιμς. Φέτος ήταν ο Σέλβιν Μακ τον οποίον μάταια «περίμενε» ο Μεσίνα για τουλάχιστον τρεις μήνες. Δεν ταίριαξε ούτε ο Άαρον Ουάιτ ο οποίος πρόσφατα αποχαιρέτησε το Μιλάνο. Παράλληλα, όπως πέρυσι έτσι και φέτος, είδε αρκετούς παίκτες να αντιμετωπίζουν προβλήματα τραυματισμών. Γκουντάιτις και Νέντοβιτς έχουν χάσει παιχνίδια και κατ’ επέκταση δεν έχουν βρει ρυθμό.
Φέτος η Αρμάνι είναι λιγότερο παραγωγική στην επίθεση με τους 80.4 πόντους κατά μέσο όρο, καθώς την περσινή χρονιά σημείωνε έξι περισσότερους. Στην άμυνα, δέχεται 82.7 πόντους, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος της περσινής χρονιάς άγγιζε τους 86 πόντους. Σημαντική διαφορά είναι ότι πέρυσι εμφανιζόταν πιο ανταγωνιστική ακόμη και στις ήττες. Με εξαίρεση έναν αγώνα, έχασε με μονοψήφιες διαφορές και συνολικά με 5.5 πόντους κατά μέσο όρο. Φέτος, δύο φορές ηττήθηκε με διαφορά 20 ή και περισσότερων πόντων και ο μέσος όρος διαφοράς στις ήττες είναι οι 10.1 πόντοι.
Ενίσχυση του ιταλικού στοιχείου
Είναι δεδομένο ότι ο Έτορε Μεσίνα δεν ανέλαβε με την προοπτική της συνεργασίας… μιας χρήσης. Δεν το έκανε ποτέ στην καριέρα του. Γι’ αυτόν τον λόγο, μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι βρίσκεται σε περίοδο δημιουργίας κι αν έρθει το αποτέλεσμα, τότε θα πρόκειται για το ιδανικό αποτέλεσμα. Είναι εξίσου προφανές ότι ο έμπειρος τεχνικός προσπαθεί να αναβαθμίσει τον ρόλο των Ιταλών παικτών. Είτε πρόκειται για τον Ντέλα Βάλε, ενώ δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το περασμένο καλοκαίρι η Αρμάνι προχώρησε στην απόκτηση δύο έμπειρων παικτών με τη λογική να έχουν υποστηρικτικό ρόλο. Ο Πολ Μπιλίνγκα μετρά 12 συμμετοχές και 13.2 λεπτά κατά μέσο όρο. Τον ίδιο αριθμό αγώνων μετρά και ο Ρικάρντο Μορασίνι με 15 λεπτά κατά μέσο όρο.
Μπορεί να τα καταφέρει;
Επικρατεί η αίσθηση ότι μπορεί. Η ίδια κυριαρχούσε και πέρυσι αλλά ολοκλήρωσε την κανονική διάρκεια με πέντε ήττες στους τελευταίους έξι αγώνες καθώς δεν κατάφερε να ανταποκριθεί σε εξαιρετικά δύσκολο πρόγραμμα. Συν τοις άλλοις, πλήρωσε συγκεκριμένες κακές ήττες όπως αυτές από τις Μπάγερν Μονάχου, Γκραν Κανάρια στο Μιλάνο. Φέτος, το πρόγραμμα μοιάζει πιο βατό από πέρυσι, οι «γκέλες» είναι λιγότερες και είναι προφανές ότι όλα θα εξαρτηθούν από την ίδια την Αρμάνι.