https://www.efsyn.gr/sites/default/files/2020-01/globe.jpg?itok=1ecYCVQt
ID 102879319 © Publicdomainphotos | Dreamstime.com 184

Το αδιέξοδο του καπιταλιστικού μοντέλου «ανάπτυξης»[1], τα χρηματοοικονομικά και οικολογικά χρέη

by

Η ελληνική κρίση που βιώνουμε εδώ και μια δεκαετία, είναι η «εξτρέμ» έκφραση της παγκόσμιας κρίσης, στην οποία βρίσκεται το καπιταλιστικό σύστημα υπό την ηγεσία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.

Η σχέση πραγματικών αξιών(πρώτες ύλες, πηγές ενέργειας, καταναλωτικά προϊόντα, υπηρεσίες κ.λπ.) προς χρηματικές αξίες(διάφορες μορφές χρήματος-χάρτινες ή ηλεκτρονικές- που κυκλοφορούν από τους κατέχοντες) είναι τουλάχιστον 1:10(πολλές εκτιμήσεις την ανεβάζουν στο 1:15 ή 1:17).

Υπάρχει δηλαδή μια χρηματοπιστωτική φούσκα διογκωμένη, τουλάχιστον κατά 10 φορές. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να έχουν αυξηθεί υπέρμετρα οι σημερινές χρηματικές περιουσίες της ελίτ, που αποτελεί το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού[2].

Αυτή η ελίτ, διακινώντας και δανείζοντας αυτόν τον τεράστιο χρηματικό όγκο,.μπορεί και ελέγχει την «ευημερία» του υπόλοιπου 99%. Αυτό είναι δυνατόν, γιατί έχει καταφέρει να εξαρτήσει από αυτό το χρήμα την πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού[3].

Τα χρηματοοικονομικά χρέη

Η οικονομική κρίση, όπως φαίνεται να εκφράζεται σήμερα, οφείλεται στο γεγονός ότι η καπιταλιστική οικονομία κινείται πλέον με βάση το χρέος. Πραγματικά, η μεγάλη αύξηση της παγκόσμιας κατανάλωσης τα τελευταία 15-20 χρόνια(βασικά μεταξύ 1990-2007) πυροδοτήθηκε και στηρίχθηκε από την μαζική χορήγηση δανείων από τις τράπεζες. Είχαμε παντού αυξανόμενα επίπεδα χρέους. Των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων, των κυβερνήσεων.

Με τη μορφή καταναλωτικών χρεών, χρηματοπιστωτικών επενδύσεων, δημοσίων χρεών, εξωτερικών χρεών σε κάθε χώρα. Χρησιμοποιήθηκαν σαν μηχανισμός, ώστε η κατανάλωση να γίνει ο βασικός μοχλός της καπιταλιστικής ανάπτυξης[4]. Στο προηγούμενο της κρίσης διάστημα, το χαρακτηριστικό ήταν η αύξηση, ιδίως των καταναλωτικών χρεών. Εκ των πραγμάτων, τα καταναλωτικά δάνεια χρησιμοποιήθηκαν για να αποσυνδέσουν τις καταναλωτικές δαπάνες των εργαζομένων και των μισθωτών από τα αντίστοιχα εισοδήματά τους.

Βέβαια, δεν ήταν όλες οι οικονομίες το ίδιο επιρρεπείς στη δυναμική αυτή των χρεών. Στις λεγόμενες «αναδυόμενες» οικονομίες(π.χ. Κίνα, Ινδία) είχαμε αποταμιεύσεις από το 2001 μέχρι το 2008. Το ίδιο διάστημα, στις «προηγμένες» οικονομίες είχαμε βασικά δύο διαφορετικές συμπεριφορές σε σχέση με τα χρέη. Στις «φιλελεύθερες οικονομίες της αγοράς»(π.χ. ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Καναδάς, Αυστραλία κ.λπ.) είχαμε ενθάρρυνση για υψηλότερα επίπεδα καταναλωτικού χρέους, από ότι στις λεγόμενες «συντονισμένες οικονομίες της αγοράς»(π.χ. Γερμανία, Ολλανδία, Γαλλία, Σκανδιναβία κ.λπ.).

Με την εμφάνιση της παρούσας κρίσης, που την παρουσιάζουν σαν κρίση βασικά «δημοσιονομικών χρεών», κατάρρευσε η εμπιστοσύνη των «αγορών» προς τους δημόσιους τομείς της οικονομίας κάποιων χωρών-κύρια των νοτίων χωρών της ευρωζώνης.

Για να ξεπερασθεί η κρίση, παρόλο που και στα δύο είδη καπιταλισμού συμφωνούν ότι θα πρέπει να επιδιώκεται η «ανάπτυξη», οι προτάσεις των ιθυνόντων διαφέρουν στον τρόπο και στη σειρά των επιμέρους στόχων:

  1. Σοσιαλδημοκρατική πρόταση: στηρίζει την «ανάπτυξη» στη μεγέθυνση της κατανάλωσης. Να πέσει δηλαδή καινούργιο χρήμα στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, να αυξηθεί η αγοραστική δύναμη των πολλών για αγορά των παραγόμενων προϊόντων των επιχειρήσεων, ώστε αυτές, αποκομίζοντας μεγαλύτερα κέρδη, να επενδύσουν εκ νέου στην παραγωγή, δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας και αυξάνοντας έτσι το ΑΕΠ σε κάθε χώρα.
  2. Χριστιανοδημοκρατική πρόταση(Μέρκελ, Σόιμπλε): επιδιώκει τη λιτότητα καταρχήν, στη συνέχεια να προωθηθεί η αποταμίευση, ώστε να είναι δυνατές οι παραγωγικές ιδιωτικές επενδύσεις και μέσω αυτών η αύξηση των θέσεων εργασίας για τον ίδιο τελικό στόχο της αύξησης των ρυθμών ανάπτυξης.

Και οι δύο πολιτικές αυτές γραμμές συμπίπτουν στον τελικό στόχο: μια από τα ίδια «ανάπτυξη», ώστε να επιστρέψουν οι οικονομίες σε ρυθμούς μεγέθυνσης του παγκόσμιου ΑΕΠ της τάξης 2-3% ετησίως, που επιτυγχανόταν στην προ κρίσης χρονική περίοδο. Και στις δύο περιπτώσεις, οι κυβερνήσεις τείνουν να δανείζονται χρήματα για να τονώσουν την «ανάκαμψη» (χρειάσθηκαν τεράστια χρηματικά ποσά π.χ. στο τέλος του 2008 και στις αρχές του 2009, ώστε να «σταθεροποιηθεί» το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα και αυτά εξασφαλίσθηκαν από αυξημένο δημόσιο δανεισμό σε όλες τις πληγείσες από την κρίση χώρες.

Υπολογίζεται ότι μεταξύ 2007-2014, το παγκόσμιο χρέος αυξήθηκε κατά 57 τρισ. δολάρια, φθάνοντας τα 199 τρισ. δολάρια στο 286% του παγκοσμίου ΑΕΠ, ενώ μέχρι το τέλος του 2016 ξεπέρασε τα 217 τρισ., δηλαδή το 325% του παγκόσμιου ΑΕΠ[5].

Το γεγονός αυτό έχει σαν αποτέλεσμα- εκτός από το μεγάλωμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής «φούσκας»- και την κατάρρευση της ίδιας της χρηματοπιστωτικής αγοράς, λόγω απώλειας της «εμπιστοσύνης». Οι ίδιες οι πρακτικές των κυβερνήσεων και των οικονομικών ιθυνόντων, που εφαρμόστηκαν για να τονώσουν την οικονομική ανάπτυξη, οδηγούν τελικά στην οικονομική κατάρρευση. Δεν είναι βασικά η «ανευθυνότητα» ή η «απληστία» των αγορών -αν και έπαιξε σημαντικό ρόλο- η αιτία της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης και της κρίσης των δημοσιονομικών χρεών. Η βασικότερη αιτία είναι η ίδια η επιδίωξη της συνέχισης και της προστασίας της οικονομικής ανάπτυξης και της επικρατούσας αντίστοιχης ιδεολογίας της. Η πιστωτική κρίση και η ύφεση, που ζούμε σήμερα στον καπιταλιστικό κόσμο, είναι μέρος μόνο της συστημικής αποτυχίας του παραγωγικοκαταναλωτικού καπιταλιστικού προτύπου. Επακόλουθο των οικονομικών επιπτώσεων που έχει η όλο και μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη και μεγέθυνση.

Όσο έχουμε επομένως ένα τέτοιο όγκο χρεών, θα πρέπει να αναρωτηθούμε επειγόντως σαν ανθρωπότητα, αν κάτι τέτοιο είναι «βιώσιμο».Αν οι μελλοντικές γενιές μας θα είναι σε θέση να αποπληρώσουν κάποτε όλο αυτό το χρέος.

Πραγματικά ο μηχανισμός του χρέους χρησιμοποιείται έτσι ώστε συνεχώς να αυξάνονται τα χρέη, για να αυξάνεται και η εξάρτηση με την εξαθλίωση, παρόλο που τις περισσότερες φορές αποπληρώνεται σημαντικό ποσοστό τους.

Παράδειγμα: στις αρχές του 1980 το χρέος που είχαν 109 «πιστολήπτριες» χώρες ήταν 430 δισ. δολάρια. Μέχρι το 1986 είχαν πληρώσει σε τόκους 336 δισ. δολάρια, αλλά χρωστούσανε ακόμα 880 δις δολάρια. Σε μια εξαετία χρωστούσαν ποσό υπερδιπλάσιο από το αρχικό, ενώ ήδη είχαν πληρώσει σε τόκους τα 4/5 των αρχικών δανείων!

Η αποπληρωμή όλων αυτών των χρεών στους δανειστές θα απαιτήσει τέτοια ανάπτυξη-μεγέθυνση-επέκταση της υπερχρήσης των φυσικών πόρων για υπερπαραγωγή-υπερκατανάλωση-υπερκέρδη, που αυτό θα οδηγήσει σε κατάρρευση του συνολικού πλανητικού οικοσυστήματος. Η κατάρρευση αυτή λοιπόν δε θα οφείλεται μόνο στην επερχόμενη κλιματική αλλαγή, αλλά και στην απαίτηση των πιστωτών να επιστραφεί αυτός ο τεράστιος όγκος των σημερινών γενιών από τις μελλοντικές μας γενιές. Με αυτή την έννοια, οι σημερινές γενιές έχουν δημιουργήσει και οικολογικά χρέη για τις επόμενες.

Τα οικολογικά χρέη

Προς το παρόν, οι «παγκόσμιοι παίκτες» στο παγκόσμιο καπιταλιστικό «καζίνο»-η παγκόσμια χρηματοοικονομική ελίτ- που είναι και οι δανειστές σήμερα, χρησιμοποιούν τον μηχανισμό του χρέους για την επίτευξη πειθαρχίας, όσον αφορά στον στόχο της «ανάπτυξης» και της μεγέθυνσης των πραγματικών οικονομικών δραστηριοτήτων. Ώστε αυτές να επιφέρουν κέρδη στους επιχειρηματίες της πραγματικής οικονομίας, για να πληρωθούν τα χρέη τους προς τη χρηματική -ηγεμονική σήμερα- οικονομία.

Όμως αυτή η μεγέθυνση, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, απαιτεί αυξημένη παραγωγή, αυξημένη χρήση υλικών και ενέργειας και αυξημένη κατανάλωση όλων αυτών των υλικών αγαθών, ενώ παράλληλα απαιτεί και αυξημένη εκμετάλλευση του εξίσου σημαντικού πόρου, της ανθρώπινης εργασίας, με μειωμένες αποδοχές. Επίσης απαιτεί αυξημένη παραγωγή αποβλήτων, όσο και να αυξάνεται ο βαθμός απόδοσης της χρησιμοποιημένης τεχνολογίας.

Το τελικό αποτέλεσμα των αυξημένων οικονομικών δραστηριοτήτων του οποιασδήποτε μορφής κεφαλαίου είναι η κατάρρευση των αποθεμάτων των φυσικών πόρων του πλανήτη και του περιβάλλοντος, καθώς και της αναπαραγωγής της ανθρώπινης εργατικής δύναμης. Υπάρχει ήδη η συνειδητοποίηση των αγορών ότι έχουν πλέον μεγάλο πρόβλημα στον εφοδιασμό. Περιβαλλοντικοί παράγοντες, ελλείψεις πόρων, η οικονομική διεύρυνση στην Ν.Α. Ασία(αναδυόμενες χώρες) κ.λπ., μειώνουν τη διάρκεια ζωής των πεπερασμένων αποθεμάτων που έχουν απομείνει.

Ο ανταγωνισμός μεταξύ της εξασφάλισης τροφής και της εξασφάλισης της μετακίνησης(τρόφιμα ή βιοκαύσιμα) συμβάλει π.χ. στην αύξηση των τιμών των τροφίμων.
Η αύξηση των εκπομπών του άνθρακα και η συνακόλουθη κλιματική αλλαγή, η μείωση της βιοποικιλότητας, η αποψίλωση και οι πυρκαγιές των δασών, η μείωση των ιχθυαλιευμάτων, η έλλειψη νερού, η υποβάθμιση των καλλιεργούμενων εδαφών συμβάλλουν στην μείωση της αποδοτικότητας και των οικονομικών δραστηριοτήτων των οικονομικά δρώντων ανθρώπων και διογκώνουν το πρόβλημα της ικανοποίησης των βιοτικών αναγκών τους-ιδίως των πραγματικά εργαζομένων με χαμηλούς μισθούς.

Οι υλικές και οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της μέχρι τώρα «ανάπτυξης»είναι εξίσου υπεύθυνες για τη κρίση, όσο και οι επιπτώσεις της δράσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Μέχρι το 1960 καταναλώναμε το 70% των πόρων του πλανήτη, το 1980 το 100%, το 1999 φθάσαμε στο 120%, το 2008 στο 130% και με τους ρυθμούς που είχαμε μέχρι το 2008- λόγω κρίσης έχουμε κάποια μείωση στο μεταξύ- η πρόβλεψη ήταν ότι το 2030 θα φτάναμε στο 200%(θα χρειαζόμασταν δηλαδή δύο πλανήτες σαν τη Γη, αν συνεχίζαμε με τους ίδιους ρυθμούς «ανάπτυξης»).

Η συνεχής αύξηση της κατανάλωσης των φυσικών πόρων και η αντίστοιχη αύξηση των αποβλήτων οδήγησε ήδη τις σημερινές γενιές να ζουν σε βάρος του μέλλοντος και των επόμενων γενεών. Δημιουργούμε εκτός των οικονομικών χρεών και συνεχώς αυξανόμενα οικολογικά χρέη. Κυρίως θα συμβεί αυτό, γιατί υπάρχουν τα πλανητικά όρια σε πόρους, υλικά και ενέργεια, καθώς και τα όρια στην ενσωμάτωση των τεράστιων απόβλητων των οικονομικών δραστηριοτήτων, γιατί επίσης έρχονται οι κλιματικές αλλαγές και οι συνακόλουθες καταστροφές.

Η ανικανότητά μας να ρυθμίσουμε τις χρηματοοικονομικές αγορές -που αυξάνουν το κοινωνικό τους αποτύπωμα με την έννοια ότι αυξάνουν την κοινωνική εκμετάλλευση- συνδυάζεται με την ανικανότητά μας να προστατέψουμε τους φυσικούς πόρους και να περιορίσουμε τις οικολογικές καταστροφές-αύξηση συνεχής του οικολογικού αποτυπώματος.

Τα χρέη που αφήνουμε στα παιδιά μας και τις μελλούμενες γενιές, δεν θα είναι μόνο οικονομικά, επειδή θα πρέπει να πληρώσουν τους πιστωτές μας. Θα είναι και οικολογικά, προς τον πλανήτη και τα οικοσυστήματα, επειδή θα πρέπει να τα αποκαταστήσουν και να τα αναβιώσουν, αν θέλουν φυσικά να επιβιώσουν στο μέλλον.

Θα καλούνται να τα πληρώσουν, με την έννοια ότι θα πρέπει να λάβουν μέτρα για την ανανέωση των πλουτοπαραγωγικών πηγών και πόρων και την αύξηση των δυνατοτήτων των οικοσυστημάτων για απορρόφηση των αποβλήτων.

Για παράδειγμα, οι αγροτικές τους κοινότητες θα χρειασθεί να επιστρέψουν καλλιεργούμενες εκτάσεις στην άγρια φύση, να κάνουν «ανάπαυση» εδαφών, να επιστρέψουν από την «εύκολη» χημική και μηχανοποιημένη γεωργία, στην «δύσκολη» αγροτο-οικο-γεωργία- για απορρόφηση της περίσσειας του διοξειδίου του άνθρακα της ατμόσφαιρας στη βιομάζα και επιστροφή του στον εδαφολογικό άνθρακα.

Προς το παρόν και τα οικολογικά μας χρέη είναι το ίδιο «επισφαλή», όσο και τα χρηματοοικονομικά. Κανένα από τα δύο χρέη δεν αντιμετωπίζεται, όσο επιμένουμε στην κατεύθυνση της καταναλωτικής ανάπτυξης. Η με αυτόν τον τρόπο επιδιωκόμενη - έστω και βραχυπρόθεσμα - επάνοδος στην «ευημερία», δεν πρόκειται να έρθει και να είναι βιώσιμη. Είμαστε καταδικασμένοι σε αποτυχία, αν επιμένουμε στη ποσοτική μεγέθυνση των ΑΕΠ και των κάθε είδους οικονομικών δραστηριοτήτων και κατανάλωσης, που μπορεί να υπονομεύουν τη μελλοντική μας ύπαρξη και το μέλλον της εργασίας μας.

[1] Χρησιμοποιούμε τον όρο ανάπτυξη σε εισαγωγικά για να τον διακρίνουμε από την χρήση του με άλλες σημασίες, πέρα από την οικονομική μεγέθυνση και την αύξηση διάφορων δεικτών ευημερίας όπως το ΑΕΠ κ.λπ.

[2] Έκθεση της Oxfam, που δημοσιοποιήθηκε λίγες μέρες πριν την ετήσια συνάντηση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, στο Νταβός της Ελβετίας, το 2020: οι 2.153 δισεκατομμυριούχοι της υφηλίου διαθέτουν πλέον περισσότερα χρήματα από ό,τι το 60% του παγκόσμιου πληθυσμού, με την συγκέντρωση του πλούτου να γίνεται σε βάρος πάνω απ’ όλα των γυναικών. Η περιουσία του 1% των πλουσιότερων πολιτών του κόσμου, «αντιστοιχεί σε ποσό υπερδιπλάσιο του αθροιστικού πλούτου» των 6,9 δισεκατομμυρίων λιγότερο πλούσιων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο.

[3] Περιττό να πούμε ότι αν η περιουσία δεν εκφραζόταν σε χρήμα σήμερα, δεν θα ήταν δυνατό τόσοι λίγοι άνθρωποι να κατέχουν όλα τα υλικά και άυλα πράγματα που κατέχουν τα 6,9 δισ. των ανθρώπων. Τι να τα έκαναν; Δε θα είχαν ούτε το χρόνο να τα χρησιμοποιήσουν κατά τη διάρκεια της ζωής τους, ούτε το χώρο για να τα αποθηκεύσουν. Αυτό είναι δυνατόν, γιατί το χρήμα, από μέσο ανταλλαγής, έχει μετατραπεί σε μέσο συσσώρευσης πλούτου.

[4] «Δεν έχεις τα λεφτά για μεγαλύτερο και καινούργιο αυτοκίνητο; Πάρε το με χρηματοδότηση από την τράπεζά σου». «Δεν έχεις όλα τα λεφτά για ιδιόκτητο και μεγάλο σπίτι; Πάρε στεγαστικό δάνειο». Στην κουλτούρα του «δανείσου και ξόδευε» είναι πιο ευάλωτα τα κοινωνικά στρώματα χαμηλού εισοδήματος και η μεσαία τάξη. Όμως αυτή η κουλτούρα δεν φέρνει μακροπρόθεσμα την ευημερία για αυτά τα στρώματα των «από κάτω», αλλά στο τέλος-όταν δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τα δάνεια-μάλλον φέρνει τη δυστυχία, αφού γίνονται έρμαια των πιστωτών.

[5] Τη χρονιά που ξεκίνησε η χρηματοπιστωτική κρίση ο συνολικός δανεισμός παγκοσμίως ήταν 300% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ μια δεκαετία πριν, το 1995, ήταν στο 200%. Από μελέτη της γνωστής εταιρείας συμβούλων McKinsey Global Institute, το συνολικό παγκόσμιο χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, στις 31/12/10 άγγιζε το ποσό των 158 τρισ. δολαρίων( 41 τρισ. κρατικά χρέη, 42 τρισ. κυκλοφορούντα ομόλογα χρηματοπιστωτικών οργανισμών, 10 τρισ. εταιρικό χρέος μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων και τα υπόλοιπα 64 τρισ. ήταν χρέη νοικοκυριών). Αντίστοιχα το παγκόσμιο ΑΕΠ ανήλθε το 2010 σε περίπου 60 τρισ. δολάρια, δηλαδή το χρέος ήταν 263% του ΑΕΠ. Το 2014, σύμφωνα με το παραπάνω Ινστιτούτο, το παγκόσμιο χρέος έφτασε τα 199 τρισ. δολάρια και ισοδυναμούσε με το 286% του παγκοσμίου ΑΕΠ. Το 2016 ξεπέρασε τα 217 τρισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή το 325% του παγκόσμιου ΑΕΠ, σύμφωνα με έκθεση του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου IIF (Institute for International Finance).

*Συγγραφέας