https://s.kathimerini.gr/resources/2019-12/shutterstock_183694457-thumb-large.jpg
«Σήμερα είμαι δεκαεπτά και αναρωτιέμαι αν, όταν φτάσω τα πενήντα επτά, θα μπορώ να διαχειριστώ την απώλεια. Διότι τώρα νιώθω ότι δεν μπορώ καθόλου».

Κάπου ανάμεσα Κατερίνη και Θεσσαλονίκη

by

Nα οδηγείς νωρίς το πρωί στην άδεια Εγνατία, με έναν απρόσμενο ήλιο, μήνα Νοέμβριο, έχοντας αφήσει πίσω σου την Κατερίνη και οδεύοντας ξανά προς τη Θεσσαλονίκη για μια τελευταία βόλτα πριν από την επιβίβαση στο αεροπλάνο και την τελική κάθοδο στην Αττική, μπορεί κάποτε αυτή η απλή, καθημερινή εμπειρία να μοιάζει με ευλογία.

Ειδικά όταν συμβαίνει στον ερημικό δρόμο, με τα αέρινα πλατανόφυλλα να αιωρούνται πάνω απ’ το αυτοκίνητο, σαν λέξεις στον αέρα, σαν μια ομορφιά που αγαπά να κρύβεται, κι όλη αυτή την ώρα να ακούς στο Τρίτο Πρόγραμμα μουσικές εμπνευσμένες από τη Βιρτζίνια Γουλφ.

Θα μπορούσε αυτός να είναι ο ορισμός της πρωινής γαλήνης, της ήρεμης μνήμης που σε επιστρέφει εκεί όπου θα ήθελες να είσαι: σε μια συνθήκη πληρότητας. Κι ωστόσο...

«Σήμερα είμαι δεκαεπτά και αναρωτιέμαι αν, όταν φτάσω τα πενήντα επτά, θα μπορώ να διαχειριστώ την απώλεια. Διότι τώρα νιώθω ότι δεν μπορώ καθόλου». Η απορία της νεαρής κοπέλας από την προηγούμενη βραδιά, με το βλέμμα της φίλης της δίπλα να επιβεβαιώνει την κοινή τους αγωνία, σε ακολουθεί και αυτή στην άδεια Εγνατία, μαζί με τις μουσικές του Τρίτου: οι συνθέσεις του Μαξ Ρίχτερ για την «Κυρία Ντάλογουεϊ», τον/την «Ορλάντο» και τα «Κύματα», όλα έργα της Γουλφ, ακούγονταν τώρα σαν να είχαν γραφεί για την αγωνία της απώλειας που μοιράστηκαν μαζί σου τα κορίτσια, που το μόνο που ζητούν είναι να μην πάψουν ποτέ να είναι φίλες, σε όλη τους τη ζωή. Και να κάνουν αυτό που ονειρεύονται. Δηλαδή, να ζήσουν.

Μερικές τέτοιες στιγμές μόνωσης, σιωπής και μουσικής, οι ατμοσφαιρικές αναγνώσεις της Τζίλιαν Aντερσον πάνω στο πώς έβλεπε η Γουλφ τη μνήμη, πάνω στο πώς αποχαιρέτισε τον άνδρα της, γράφοντάς του για μια νέα καταβύθιση στην τρέλα, οι θλιμμένες μουσικές του Ρίχτερ και τα ξερά φύλλα των πλατάνων της βόρειας Ελλάδας να πετούν ολόγυρα, όλα δένουν μέσα στη βορειοελλαδίτικη χειμωνιάτικη λιακάδα με την αγωνία των κοριτσιών που προσπάθησες να κατευνάσεις.

«Μόνον τότε έχεις πιάσει το νόημα του κόσμου», έγραφε ο Εμίλ Σιοράν· «όταν πιάνεις τον εαυτό σου να κλαίει χωρίς λόγο». Απαισιόδοξη κουβέντα, ωστόσο, ο αφορισμός του Γαλλορουμάνου έχει δύο πλευρές: Από τη μία, το κλάμα της ματαιότητας, από την άλλη όμως, το κλάμα για την ομορφιά μιας ζωής· τόση που μπορεί και να σε πονάει. Και να σε αφυπνίζει.

Τη ματαιότητα μπορείς να την προσπεράσεις· την ομορφιά όχι και τόσο εύκολα. Κι ευτυχώς. Κοιτώντας τα αιωρούμενα πλατανόφυλλα, σκέφτεσαι: μια χαρά θα είναι οι κοπέλες. Θα ζήσουν, θα δημιουργήσουν. Ισως καμιά φορά να θυμούνται κάτι που τους είπες φεύγοντας.

Στην Ελευθερία και την Καλυψώ από την Κατερίνη.