https://s.kathimerini.gr/resources/2019-12/capture--12-thumb-large.jpg
Παράσταση συνόλου, όπως απαιτεί το έργο από γραφής, οι «Τρεις αδελφές» υπηρετήθηκαν από καλούς ηθοποιούς του ΚΘΒΕ και κάποιους ακόμη που επιλέχθηκαν από οντισιόν.

Σκηνικό δοκίμιο για τη μνήμη, τον χρόνο που περνά, την ξοδεμένη ζωή

by

H αυλαία ανοίγει, η υπέροχη, λυρική μουσική του Μαρτίνας Μπιαλομπζέσκις και μία μαγική εικόνα μεταφέρουν ακαριαία τον θεατή σ’ έναν ποιητικό χώρο και χρόνο, εκεί όπου η ψυχή δονείται από τη θλίψη της ομορφιάς: στο μαύρο φόντο της σκηνής, τρεις νεαρές γυναίκες, ντυμένες με λευκά μακριά φορέματα, τινάζουν ψηλά, και στρώνουν, το λευκό τραπεζομάντιλο στο μεγάλο οβάλ τραπέζι. Θα μπορούσαν, αναρωτιέμαι, οι «Τρεις αδελφές» που σκηνοθέτησε ο Λιθουανός Τσέζαρις Γκραουζίνις στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος να μην αποτελούν ενός είδους αναμέτρηση με τη μνήμη, όταν έχει δει τόσες πολλές παραστάσεις του τσεχοφικού αριστουργήματος και στον τόπο καταγωγής του και στη Μόσχα, όπου σπούδασε θέατρο; Αλλωστε, το ίδιο το έργο δείχνει την κατεύθυνση: όλη η Α΄ Πράξη αφορά τον χρόνο που πέρασε, τα ίχνη που άφησε, εικόνες μισοχαμένες στη σκοτεινή δεξαμενή της μνήμης, τη λήθη – εν μέρει σωτήρια, εν μέρει οδυνηρή.

«Θυμάμαι που έπαιζε η μπάντα», «Γιατί να θυμόμαστε όλ’ αυτά!», «Πέρασαν έντεκα χρόνια από τότε, όμως, η Μόσχα βρίσκεται ολοζώντανη μπροστά μου», «Ξύπνησαν οι παιδικές μου αναμνήσεις, όταν ζούσε ακόμα η μαμά», «Παλιά, όταν ζούσε ο πατέρας…», «Το δικό σας πρόσωπο κάπως το θυμάμαι», «Εγώ δεν σας θυμάμαι καθόλου», «Ο,τι θεωρούμε σοβαρό, αξιοσημείωτο και ουσιαστικό, θα ’ρθει καιρός που θα ξεχαστεί ή θα μοιάζει εντελώς ασήμαντο», ακούμε να λένε άλλοτε οι τρεις αδελφές, άλλοτε οι καλεσμένοι τους. Γιατί είναι μέρα γιορτής, γιορτάζει η εικοσάχρονη Ιρίνα, η μικρότερη αδελφή, την ίδια μέρα που ένα χρόνο πριν πέθανε ο πατέρας τους. Λευκό και μαύρο, χαρά και θλίψη. Ο κλαυσίγελος της ύπαρξης. Δύσκολα τα πράγματα.

Τι να θυμηθείς, λοιπόν, τι να ξεχάσεις; Και πόσο ελέγχουμε αυτά που κρατάμε μέσα μας, χωρίς μάλιστα να είμαστε σίγουροι για την «αλήθειά» τους; Τι μένει μέσα μας από μια παράσταση που είδαμε πριν από λίγες μέρες; Θα έχει αποτυπωθεί κάτι απ’ αυτήν στη μνήμη των θεατών της όταν θα έχει ολοκληρωθεί ο κύκλος της; Τι θα διασωθεί στις φωτογραφίες ή στα κείμενα που γράφονται γι’ αυτήν; Οι «Τρεις αδελφές», με απρόβλεπτο τρόπο, θέτουν ζητήματα ερμηνείας και μας ωθούν να σκεφτούμε εκ νέου τις ιδέες της Σούζαν Σόνταγκ («Against Interpretation», 1966). Να αφήσουμε στην άκρη τα «επιστημονικά» εργαλεία και τις ψυχρές αξιολογήσεις και να περιοριστούμε στην προσωπική, ερωτική και υποκειμενική διάσταση της ερμηνείας.

Η καινούργια ανάγνωση του έργου από τον Γκραουζίνις φωτίζει υλικά ζωής που έχουν τη δύναμη να συγκινούν πέρα από τον ιστορικό χρόνο – παρότι η αναταραχή που επικρατούσε στη Ρωσία πριν από την επανάσταση του 1905 αποτυπώνεται στο έργο μέσα από τον πόθο των προσώπων να φύγουν από το τέλμα, από την υστέρηση, να δουλέψουν και να δημιουργήσουν έναν νέο κόσμο. Ο Τσέχοφ, όμως, ήταν άρρωστος, απομονωμένος στη Γιάλτα, όταν έγραφε τις «Τρεις αδελφές» και σε επιστολή του στον Νεμίροβιτς-Νταντσένκο του μοσχοβίτικου Θεάτρου Τέχνης, σημείωνε: «Βέβαια, εδώ πλήττω απεγνωσμένα. Δουλεύω τις πρωινές ώρες, αλλά όταν βραδιάζει αναρωτιέμαι πού να πάω και τι στο καλό να κάνω με τον εαυτό μου – την ώρα που αρχίζει η Β΄ Πράξη του έργου στο θέατρό σας, είμαι ήδη στο κρεβάτι. Κι όταν σηκώνομαι το πρωί, είναι ακόμη σκοτάδι» (24.11.1899). Ζωή σε αναστολή, αυτό ένιωθε ο Τσέχοφ, αυτός είναι ο κόσμος των «Τριών αδελφών».

Η σκηνογραφία του Κένι Μακ Λέλαν τροφοδότησε την ποιητική διάσταση της παράστασης: η σκηνή του θεάτρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, ελαφρώς κεκλιμένη, κατωφερική προς την πλατεία, είναι σχεδόν άδεια, αν εξαιρέσεις δυο-τρεις πολυθρόνες και το εορταστικό τραπέζι στο βάθος, γύρω από το οποίο συγκεντρώνεται ο θίασος σαν Χορός (στην Α΄ σκηνή) – στους πιο «προσωπικούς» διαλόγους οι ηθοποιοί έρχονται μπροστά. Η φωτιστική λύση που υιοθετήθηκε στη Γ΄ Πράξη, που ο Τσέχοφ θέλει να εξελίσσεται στο δωμάτιο της Ολγας και της Ιρίνας ενώ στην πόλη μαίνεται πυρκαγιά, ήταν μάλλον αμήχανη αλλά όταν αρχίζει η τελευταία, Δ΄ Πράξη, με τα έλατα αριστερά και δεξιά, το χιονισμένο πεδίο και τους ήρωες παγωμένους να ανηφορίζουν προς το σκοτεινό βάθος της σκηνής, προς ένα δύσκολο μέλλον, λαβωμένο από λογής απώλειες, επιβεβαιώνεται η δραματουργική σημασία της σκηνογραφίας. Ιδίως όταν την όψη συμπληρώνουν θαυμάσια κουστούμια (της Κλερ Μπρέισγουελ, στο ύφος της μόδας της δεκαετίας του ’10 και του ’20) και φωτιστική σκηνοθεσία υψηλού επιπέδου (του Αλέκου Γιάνναρου). Η μουσική που έγραψε για την παράσταση ο Μαρτίνας Μπιαλομπζέσκις δεν παρακολουθεί απλώς τη δράση, είναι ένα πλήρες μουσικό έργο.

Παράσταση συνόλου, όπως απαιτεί το έργο από γραφής, οι «Τρεις αδελφές» (στην παλιά καλή μετάφραση του Γιώργου Σεβαστίκογλου) υπηρετήθηκαν από καλούς ηθοποιούς του ΚΘΒΕ και κάποιους ακόμη που επιλέχθηκαν από οντισιόν: τον Κωνσταντίνο Χατζησάββα, την Κλειώ-Δανάη Οθωναίου, τον Απόστολο Πελεκάνο, τον Γρηγόρη Παπαδόπουλο, τον Αλέξανδρο Κουκιά, τον Σαμψών Φύτρο, τον Μάρκο Γέττο, τον Χρήστο Μαστρογιαννίδη, τον Γιώργο Σφυρίδη, τη Μαρία Καραμήτρη, τον Χρίστο Νταρακτσή. Η ταχυγλωσσία και η ελλειμματική καθαρότητα άρθρωσης δυο-τριών ηθοποιών δεν μειώνουν τις θετικές εντυπώσεις.

Ο Γκραουζίνις ήθελε τις τρεις αδελφές να ερμηνεύσουν ηθοποιοί στην ίδια περίπου ηλικία. Μέσα από οντισιόν επέλεξε για την Ολγα και τη Μάσα τις πολύ καλές Χριστίνα Χριστοδούλου και Ιφιγένεια Καραμήτρου. Η νεαρή Λένα Νάτση ερμήνευσε τη μικρότερη, την Ιρίνα, στα όρια της υστερίας. Ισως θα έπρεπε να κατεβάσει την ένταση, και να εμπλουτίσει τονικά την ερμηνεία της – στο φινάλε, μόνο αυτή έχει τη δύναμη, έστω πληγωμένη, να πετάξει μακριά. Ο Μανώλης Μαυροματάκης στον ρόλο του γηραιού στρατιωτικού γιατρού Τσεμπουτίκιν αποδεικνύει για μία ακόμη φορά τη σπουδαία δραματική στόφα του. Θεσσαλονίκη-Μόσχα, 2,5 ώρες δρόμος.