https://s.kathimerini.gr/resources/2019-12/capture--19-thumb-large.jpg
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος θέλει να μείνει στην Ιστορία ως «νέος Κεμάλ», φαίνεται να πιστεύει ότι θα υπερβεί την πολιτική φθορά και θα κερδίσει τις προεδρικές εκλογές του 2023 μόνον αν έχει κατορθώσει να επανιδρύσει την Τουρκία με ένα «φρεσκάρισμα» της Συνθήκης της Λωζάννης. EPA

Η αργή μετάλλαξη του «σουλτάνου»

by

Ηταν 40 ετών όταν εξελέγη δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης το 1994. Ανερχόμενο στέλεχος του κόμματος των ισλαμιστών και πτυχιούχος στη Διοίκηση Επιχειρήσεων από το πανεπιστήμιο του Μαρμαρά, όλοι προεξοφλούσαν ότι θα ήταν ο διάδοχος του Νεσμετίν Ερμπακάν, πρωθυπουργού την περίοδο 1996-97, με τον οποίο συνεργαζόταν από το 1980.

Τον Απρίλιο του 1998 ο Ερντογάν –που όταν ήταν έφηβος παραλίγο να γίνει ποδοσφαιριστής αν δεν επενέβαινε ο πατέρας του για να του απαγορεύσει να ενταχθεί στην ομάδα της Πόλης, Φενερμπαχτσέ... – καταδικάστηκε σε φυλάκιση 10 μηνών για μια ομιλία του στη Σύρτη της νοτιοανατολικής Τουρκίας, τον Δεκέμβριο του 1997, που θεωρήθηκε ότι υποδαύλιζε το μίσος. Κι αυτό γιατί απήγγειλε ένα ποίημα του Ζιγιά Γκοκάλπ: «Τα τζαμιά είναι οι στρατώνες μας / οι θόλοι είναι τα κράνη μας / οι μιναρέδες οι ξιφολόγχες μας / και οι πιστοί είναι οι στρατιώτες μας». Τελικώς εξέτισε ποινή τεσσάρων μηνών το 1999. Ο τότε δήμαρχος Αθηναίων Δημήτρης Αβραμόπουλος, σε μια κίνηση αλληλεγγύης μεταξύ δημάρχων, μετέβη στην Πόλη και ζήτησε να τον συναντήσει στις φυλακές της πόλης Πιναρχισάρ (χτισμένης στη θέση της αρχαιοελληνικής Βρύσις) του Μαρμαρά. Οι Αρχές δεν επέτρεψαν τη συνάντηση, αλλά η κίνηση αυτή αποτέλεσε την αφορμή για να αναπτυχθεί μια καλή σχέση μεταξύ τους που διατηρείται μέχρι σήμερα. Η τελευταία συνάντησή τους έγινε πριν από λίγους μήνες με αφορμή το μεταναστευτικό.

Είκοσι χρόνια μετά, στις 6 Μαΐου 2019, κατόπιν πιέσεων του καθεστώτος Ερντογάν, το ανώτατο εκλογικό συμβούλιο της Τουρκίας ακύρωσε τις δημοτικές εκλογές στην Πόλη που έγιναν στις 31 Μαρτίου και οδήγησαν στη νίκη του υποψηφίου της αντιπολίτευσης 49χρονου Εκρέμ Ιμάμογλου με μόλις 14.000 ψήφους. Στις επαναληπτικές εκλογές της 23ης Ιουνίου ο Ιμάμογλου κέρδισε με 54%. Πρόσφατη δημοσκόπηση της PIAR Research Group έδειξε ότι αν γίνονταν σήμερα προεδρικές εκλογές ο Ιμάμογλου θα τις κέρδιζε με 44,5% έναντι 39,7% του Ερντογάν (το 2018 ο Ερντογάν είχε κερδίσει με 52,54%). Ο Ερντογάν, έπειτα από 17 χρόνια στην εξουσία, γνωρίζει ότι είναι τρωτός και φαίνεται πως έχει αποφασίσει ότι για να υπερβεί την πολιτική φθορά πρέπει να προβεί σε πρωτοβουλίες που θα του επιτρέψουν να επιβληθεί ως ιστορικός ηγέτης της χώρας του.

Η ήρεμη δεκαετία

Ο Ερντογάν κέρδισε τις κοινοβουλευτικές εκλογές της 2ας Νοεμβρίου 2002 ως επικεφαλής του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP). Δεν ήταν υποψήφιος βουλευτής γιατί παρέμενε σε ισχύ η απαγόρευση του 1999. Ετσι, στις 18 Νοεμβρίου εγκατέστησε πρωθυπουργό τον Αμπντουλάχ Γκιουλ, ο οποίος παρέμεινε τέσσερις μήνες μέχρι ο Ερντογάν, τον Μάρτιο του 2003, να εκλεγεί στο Κοινοβούλιο σε επαναληπτικές εκλογές στη Σύρτη και να τον διαδεχθεί στην πρωθυπουργία. Μία μέρα πριν ορκιστεί πρωθυπουργός ο Γκιουλ, στις 17 Νοεμβρίου 2002, ο Ερντογάν επισκέφθηκε την Αθήνα και συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη. Ηταν η πρώτη επίσκεψή του σε ευρωπαϊκή χώρα μετά τη νίκη. Οι συνομιλίες αφορούσαν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό με έμφαση στο σχέδιο Ανάν. Ο στόχος της επίσκεψης ήταν να διασκεδάσει τους φόβους της Ευρώπης για τη νίκη ισλαμικού κόμματος σε μια χώρα που επιδίωκε να γίνει μέλος της Ενωσης. Ο Σημίτης αποφάσισε να τον βοηθήσει σε αυτό. Το αντάλλαγμα που επιδίωκε η Αθήνα ήταν να μη δημιουργήσει η Αγκυρα προβλήματα στην πορεία ένταξης της Κύπρου στην Ενωση χωρίς προηγούμενη επίλυση του Κυπριακού (κάτι που επιτεύχθηκε ένα χρόνο μετά), η επίλυση του Κυπριακού με βάση το σχέδιο Ανάν (που ναυάγησε το 2004) και η διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (που ματαιώθηκε μετά το 2004).

Στις 11 Ιουλίου 2004 ο Ερντογάν πάντρεψε τη μεγαλύτερη κόρη του, Εσρά, με τον Μπεράτ Αλμπαϊράκ, που σήμερα είναι υπουργός Οικονομικών της Τουρκίας. Μάρτυρας στον πολιτικό γάμο ήταν ο Κώστας Καραμανλής δίπλα στον ηγέτη του Πακιστάν στρατηγό Μουσάραφ, τον Ρουμάνο πρωθυπουργό Αντριάν Ναστάζε και τον βασιλιά της Ιορδανίας Αμπντάλα ΙΙ. Ο Ερντογάν χαρακτήρισε τον γάμο «συνάντηση των πολιτισμών», τονίζοντας ότι οι δύο μάρτυρες ήταν χριστιανοί και οι δύο μουσουλμάνοι. Την προηγούμενη μέρα είχε χαρίσει στον κ. Καραμανλή αναμνηστικό δίσκο με την εικόνα της ελληνικής ομάδας ποδοσφαίρου που είχε θριαμβεύσει στο Euro.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι την πρώτη δεκαετία της εξουσίας του ο Ερντογάν επιδίωκε να διατηρεί καλές σχέσεις με την Ελλάδα. Σύμφωνα με γνώστες των ελληνοτουρκικών, η κυριότερη αιτία της φιλικής στάσης του ήταν ότι ως ισλαμιστής δεν μπορούσε να ελέγξει τον στρατό και το βαθύ κράτος. Μια επιθετική πολιτική εμπεριείχε ρίσκα που ο στρατός θα μπορούσε να αξιοποιήσει για να τον ανατρέψει. Η δεύτερη αιτία ήταν ότι χρειαζόταν την Ελλάδα ως «προξενητή» και «κουμπάρο» με την Ευρώπη, στην οποία η Τουρκία ήθελε τότε να ενταχθεί. Πιθανές εντάσεις στο Αιγαίο θα τον οδηγούσαν σε απομόνωση στο εξωτερικό και θα τον καθιστούσαν ευάλωτο στο εσωτερικό. Ετσι δεν μας δημιούργησε προβλήματα.

Η μεταστροφή

Τα προβλήματα άρχισαν μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016, που ο Ερντογάν κατόρθωσε, όχι μόνο να το αντιμετωπίσει, αλλά και να το μετατρέψει σε ευκαιρία για να επιβληθεί πλήρως στο κράτος και στον στρατό μέσα από φυλακίσεις, απομακρύνσεις και απολύσεις 140.000 αντιφρονούντων. Ο Τούρκος ηγέτης  συμπέρανε ότι η Ευρώπη και οι ΗΠΑ συνωμότησαν εναντίον του και αποφάσισε ότι από τότε και στο εξής η Τουρκία δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη για τη Δύση – κάτι που έσπευσε να διευκολύνει ο Ρώσος πρόεδρος Πούτιν. Από τότε η Τουρκία αντιμετωπίζεται ως «πολύφερνη νύφη» και απέκτησε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Το όραμα της ένταξης στην Ενωση εξανεμίστηκε στην πορεία και άρα η Αγκυρα δεν είναι συγκρατημένη, αφού δεν περιμένει τίποτα σπουδαίο από την Αθήνα ή τις Βρυξέλλες. Παράλληλα, η πρόοδος της τεχνολογίας εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων, που επιτρέπει πλέον γεωτρήσεις σε βάθος χιλιάδων μέτρων, κάτι που μέχρι πρότινος ήταν τεχνικά ανέφικτο, προκάλεσε τη ραγδαία επικαιροποίηση των τουρκικών διεκδικήσεων σε πολλές θαλάσσιες ζώνες. Ακριβώς πριν από δύο χρόνια, κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα, ο Ερντογάν μίλησε στον ΣΚΑΪ στον Αλέξη Παπαχελά και αναφέρθηκε στη Συνθήκη της Λωζάννης. Την επομένη, 7 Δεκεμβρίου, επισκέφθηκε το Προεδρικό Μέγαρο. Επειτα από επισήμανση του Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου ότι «η Συνθήκη της Λωζάννης δεν χρειάζεται διαπραγμάτευση», απάντησε ότι η Συνθήκη της Λωζάννης «είναι μια συμφωνία που υπογράφηκε πριν από 94 χρόνια και δεν ήταν μια συμφωνία μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας... μέσα σε αυτά τα χρόνια οικοδομείται ξανά ο πλανήτης μας και εμφανίστηκαν νέα θέματα μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας». 

Κωδικός 2023

Με το συνταγματικό δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου 2017, το γραφείο πρωθυπουργού στην Τουρκία καταργήθηκε και οι εξουσίες του πέρασαν στον πρόεδρο. Ο Ταγίπ Ερντογάν άρχισε να θέτει θέμα Λωζάννης όταν προετοιμαζόταν για τις προεδρικές εκλογές της 24ης Ιουνίου 2018, τις οποίες κέρδισε. Μπορεί να κυβερνά την Τουρκία από το τέλος του 2002, αλλά είναι πανίσχυρος μόλις ενάμιση χρόνο. Ζει πλέον στο προεδρικό παλάτι, που στοίχισε μισό δισεκατομμύριο ευρώ, αποτελείται από πάνω από 1.000 δωμάτια και είναι μεγαλύτερο από τον Λευκό Οίκο, το Κρεμλίνο και τις Βερσαλλίες. «Είναι σύμβολο της αυξανόμενης ισχύος της Τουρκίας στην περιοχή», έχει πει.

Και η Δημοκρατία; «Η Δημοκρατία είναι ένα τραμ που ανεβαίνεις και κατεβαίνεις όταν έχεις φτάσει στον προορισμό σου», είναι μια φράση που του αποδίδεται.  Εγκυροι τουρκολόγοι λένε ότι στο μυαλό του βρίσκεται το ορόσημο του 2023. Τότε θα διενεργηθούν οι επόμενες προεδρικές εκλογές. Παράλληλα, το 2023 κλείνουν 100 χρόνια από την ίδρυση του νεότερου τουρκικού κράτους που πραγματοποιήθηκε με τη συνθήκη της Λωζάννης, το 1923. Ο Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος θέλει να μείνει στην Ιστορία ως «νέος Κεμάλ», πιστεύει ότι θα υπερβεί την πολιτική φθορά και θα κερδίσει τις εκλογές μόνον αν έχει κατορθώσει να επανιδρύσει την Τουρκία με ένα «φρεσκάρισμα» της συνθήκης της Λωζάννης. Μετά την επέμβαση στη Συρία, η οποία έγινε ανεκτή από τη Δύση, δείχνει να πιστεύει ότι μπορεί να προχωρήσει σε κινήσεις στην υπόλοιπη περιοχή.