Η «επανάσταση των γαρυφάλλων»
by ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΖΩΡΤΖΗΣ*Οι Πορτογάλοι στρατιώτες που εμφανίστηκαν στους δρόμους της χώρας με τα γαρύφαλλα στις κάννες των όπλων, στις 25 Απριλίου 1974, δεν ήξεραν ότι εγκαινίαζαν το λεγόμενο «τρίτο κύμα εκδημοκρατισμού» της παγκόσμιας ιστορίας. Για εκείνους, ο στόχος ήταν η ανατροπή του δικτάτορα Μαρσέλο Καετάνο, διαδόχου του Αντόνιο Σαλαζάρ στην ηγεσία της μακροβιότερης ευρωπαϊκής δικτατορίας, που ξεκίνησε το 1926 και εγκατέστησε δομές ενός φασίζοντος κορπορατιστικού καθεστώτος, οι εμπνευστές του οποίου το ονόμασαν «Νέο Κράτος» (έως ένα σημείο αποτέλεσε υπόδειγμα και για τη μεταξική 4η Αυγούστου στην Ελλάδα). Ηταν μια ιδιάζουσα «πολιτική» δικτατορία, με ένα αποδυναμωμένο κόμμα χαλαρής δομής, ελαστικό θεσμικό σύστημα (που επέτρεπε ακόμα και κάποιες αδύναμες φωνές αντιπολίτευσης) και έναν μικρό, ελλιπώς διοικούμενο και αναχρονιστικής δομής στρατό (παρά την οργανική του ένταξη στο ΝΑΤΟ) που στις αρχές της δεκαετίας είχε βρεθεί, στο μεγαλύτερο μέρος του, να μάχεται εναντίον των αντιαποικιακών κινημάτων στις αφρικανικές κτήσεις της Πορτογαλίας (Αγκόλα, Μοζαμβίκη, Γουινέα-Μπισάου), έναν αγώνα στον οποίο δεν πίστευε. Αυτό το στοιχείο, καθώς και το λάθος του Καετάνο να επιτρέψει, το 1973, την ένταξη εφέδρων αξιωματικών στην ιεραρχία του στρατού, εξοργίζοντας τους επαγγελματίες αξιωματικούς, ήταν οι θρυαλλίδες που άναψαν την πυρίτιδα της (βεβαρημένης λόγω οικονομικής δυσπραγίας) δυσαρέσκειας των αξιωματικών. Η οργάνωση Κίνημα Ενόπλων Δυνάμεων (ΚΕΔ) που αποτελείτο από χαμηλόβαθμους αξιωματικούς (λοχαγούς και ταγματάρχες επί το πλείστον) ανέτρεψε τον Καετάνο και ταυτόχρονα εκκίνησε μια διαδικασία μετάβασης – προς το άγνωστο.
Ουτοπίες, φράξιες και συνωμοσίες
Το ΚΕΔ έφερε τις αντιφάσεις κάθε παρόμοιας στρατιωτικής οργάνωσης που αντιδρούσε σε κάτι χωρίς να έχει ένα καθαρό σχέδιο διακυβέρνησης (θυμίζοντας κάπως τους Ελληνες απριλιανούς συνωμότες). Η ηγεσία του αντανακλούσε την ασυμφωνία στόχων και σχεδίων. Από τον πρώην κομμουνιστή Γκονσάλβες ως τον αριστερό λαϊκιστή Καρβάλιο και τον μετριοπαθή Αντούνες, η επαναστατική επιτροπή που ανέλαβε την εξουσία, διορίζοντας την πρώτη από τις έξι μεταβατικές κυβερνήσεις που θα διοικούσαν τη χώρα την επόμενη διετία, χρειαζόταν πολιτικές συμμαχίες για να κυβερνήσει. Για ένα μέρος του ΚΕΔ, αυτές περνούσαν από το Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΠ), το Σοσιαλιστικό Κόμμα (ΣΚΠ) και διάφορες αριστερές ομάδες, παρά από την αναγεννώμενη πολιτική κοινωνία με κόμματα όπως το Λαϊκό Δημοκρατικό (ΛΔΚ) και το Κεντρώο Δημοκρατικό (ΚΔΚ).
Ο συντηρητικός στρατηγός Σπίνολα διορίστηκε πρόεδρος της Δημοκρατίας αλλά η εξουσία του πάνω σ’ έναν ριζοσπαστικοποιημένο και διαιρεμένο στρατό ήταν αμφισβητήσιμη, ενώ η υπερεκπροσώπηση της Αριστεράς στην κυβέρνηση υπονόμευε τις αναγκαίες για την ανάταξη της οικονομίας μεταρρυθμίσεις, που απαιτούσαν την υποστήριξη του χρηματοπιστωτικού και βιομηχανικού τομέα. Ο Γκονσάλβες ανέλαβε πρωθυπουργός το καλοκαίρι, και σε συνεργασία με το ΚΚΠ και τους αριστεριστές ξεκίνησε ένα πρόγραμμα κρατικοποιήσεων έγγειας ιδιοκτησίας και τραπεζών, καθώς και εθνικοποιήσεων μεγάλων βιομηχανιών, και παραχώρησε ανεξαρτησία στις αποικίες.
Η αντίδραση δεν άργησε, καθώς ο Σπίνολα κάλεσε τους αντιπάλους της Αριστεράς σε κινητοποιήσεις που απέτυχαν μετά την αντίδραση των σκληρών του ΚΕΔ και του ΚΚΠ. Ο Σπίνολα παραιτήθηκε στο τέλος Σεπτεμβρίου, και μαζί με το συντηρητικό τμήμα του στρατού, ενθαρρυμένο πιθανότατα και από τις ανησυχούσες ΗΠΑ για τη θέση της Πορτογαλίας στο ΝΑΤΟ, προχώρησε σε απόπειρα πραξικοπήματος τον Μάρτιο του 1975. Η απόπειρα απέτυχε παταγωδώς, ανοίγοντας δρόμο στους ριζοσπάστες του ΚΕΔ και την Αριστερά να εφαρμόσουν πλήρως το πρόγραμμά τους.
«Καυτό καλοκαίρι» και εξομάλυνση
Η επόμενη περίοδος, που ονομάστηκε «καυτό καλοκαίρι του 1975», είδε εκτεταμένες απαλλοτριώσεις γαιών και κρατικοποιήσεις τραπεζών, που όξυναν παρά έλυσαν το μεγάλο οικονομικό πρόβλημα της χώρας. Ταυτόχρονα, προκάλεσαν αντισυσπειρώσεις στη βάση: συντηρητικοί χωρικοί και μικροϊδιοκτήτες αγρότες οργάνωσαν κινητοποιήσεις εναντίον του ΚΚΠ, δίνοντας έτσι την εικόνα μιας βαθιά διαιρεμένης χώρας στον άξονα Βορράς/Κέντρο εναντίον Λισσαβώνας/Νότου.
Οι πρώτες εκλογές για την ανάδειξη συντακτικής συνέλευσης (25.4.1975) πρόβαλαν ισχυρή την κεντροαριστερά του ΣΚΠ του δικηγόρου Μάριο Σοάρες εις βάρος του πιστού στην ΕΣΣΔ, ΚΚΠ. Ταυτόχρονα η προσπάθεια της Αριστεράς να φιμώσει αντιπολιτευτικές εφημερίδες και τον ραδιοσταθμό της Εκκλησίας ξεσήκωσαν μεσοαστούς και καθολικούς εναντίον της.
Ο επαναστατικός αναβρασμός της περιόδου έφερε το φάσμα του εμφυλίου, καθώς κάποιοι έβλεπαν ομοιότητες με την προ-σοβιετική Ρωσία. Πάντως και ο στρατός είχε παύσει να λειτουργεί ως ένα ιεραρχικά δομημένο και θεσμικά οργανωμένο σώμα: φράξιες μέσα στο ΚΕΔ ανταγωνίζονταν σε ριζοσπαστισμό μεταξύ τους, ενώ και οι προσωπικές αντιδικίες μεταξύ Κουνιάλ και Γκονσάλβες από τη μία, και Καρβάλιο από την άλλη επέτειναν την αταξία και διαίρεση των επαναστατών, που φανερά πλέον είχαν αποκλίνουσες (και προσωπικές) φιλοδοξίες.
Ηδη οι σοσιαλιστές πρωτοστατούσαν στις διαδηλώσεις κατά των κομμουνιστών και των συμμάχων τους, απέσυραν την υποστήριξή τους από τον Γκονσάλβες και οδήγησαν στην πτώση του τον Σεπτέμβριο και σε νέα μετριοπαθή κυβέρνηση, με συμμετοχή των Σοσιαλιστών και του ΛΔΚ. Ωστόσο η καταδικαστική για την Αριστερά αποτυχία ήταν στον τομέα της οικονομίας. Μόνη πηγή ρευστότητας, την οποία επειγόντως χρειαζόταν η Πορτογαλία, ήταν η Δύση. Τον Οκτώβριο 1975 ΗΠΑ και ΕΟΚ παραχώρησαν δάνεια ύψους 272 εκατ. δολαρίων.
Παράλληλα, η υποστήριξη της ΕΣΣΔ, στην οποία είχε ποντάρει ο Κουνιάλ, δεν ήρθε: ο Μπρέζνιεφ, παρά την αρχική γενναία χρηματοδότηση της επανάστασης, είχε πιθανότατα απορρίψει το οικονομικό κόστος ενδεχόμενης «Κουβανοποίησης» της Πορτογαλίας, ενώ δεν ήθελε να διαταράξει τις διεθνείς ισορροπίες σε μια χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ.
Ετσι, το ΚΚΠ δεν κινήθηκε δυναμικά για την κατάληψη της εξουσίας, ενώ ο «επαναστατικός πυρετός» άρχιζε να πέφτει και οι δημοκρατικές δυνάμεις, με τη βοήθεια της Αμερικής, μέσω του πρέσβη Φρανκ Καρλούτσι, όσο και (κυρίως) της τότε Δ. Γερμανίας, να οργανώνονται: ιδίως το ΣΚΠ άρχισε να προκαλεί ανοιχτά την εξουσία της διχασμένης Αριστεράς.
Ταυτόχρονα αξιωματικοί του στρατού, με πρωταγωνιστές τον Αντούνες και τον συνταγματάρχη Αντόνιο Εάνες, αξίωναν την αποκατάσταση του ιεραρχικού ελέγχου των ενόπλων δυνάμεων. Ο νέος πρόεδρος Κόστα Γκόμες πέτυχε την παραίτηση Γκονσάλβες και αξίωσε την απομάκρυνση του Καρβάλιο από τη θέση του στρατιωτικού διοικητή Λισσαβώνας.
Ο τελευταίος προσπάθησε, σε μια κίνηση απόγνωσης μάλλον παρά υπολογισμένου ρίσκου, να πάρει την εξουσία πραξικοπηματικά στις 25.11.1975, αλλά ήταν απομονωμένος. Μέσα σε δύο μέρες είχε αποτύχει και είχε συλληφθεί.
Επικράτηση των μετριοπαθών ρεαλιστών
Είχε σημάνει το τέλος της «αριστερής ουτοπίας». Η αποκατάσταση της ιεραρχίας στις ένοπλες δυνάμεις και η συμφωνία του ΚΕΔ με τα πολιτικά κόμματα τον Φεβρουάριο του 1976 για εκλογή προέδρου απευθείας από τον λαό, οδήγησε στον μαρασμό και την εξαφάνισή του από το προσκήνιο. Οι εκλογές Εθνοσυνέλευσης στις 25 Απριλίου που ανέδειξαν το ΣΚΠ ρυθμιστή των εξελίξεων και η εκλογή του Εάνες με μεγάλη πλειοψηφία ως προέδρου τον Ιούνιο, οδήγησαν τη μετάβαση σε αίσιο τέλος. Η νεαρή πορτογαλική δημοκρατία μπήκε στον δρόμο της σταθεροποίησης βεβαρυμένη με την ψυχολογική κόπωση του διχασμού, το κοινωνικό πρόβλημα της ενσωμάτωσης των προσφύγων που επανέκαμπταν από τις αποικίες, καθώς και την οικονομική κρίση – κληροδότημα της αστάθειας και της επαναστατικής ουτοπίας δύο χρόνων. Η υπερίσχυση των μετριοπαθών στην πολιτική (Σοάρες) και στον στρατό (Εάνες) σήμανε την οριστική στροφή της χώρας στη φιλελεύθερη δημοκρατία, την αποσύνδεση του στρατού από την πολιτική και την ευρωπαϊκή προοπτική (τον Μάρτιο 1977 η Πορτογαλία αιτήθηκε την εισδοχή της στην ΕΟΚ).
Η πρώτη και βασικότερη εξήγηση της εξέλιξης της πορτογαλικής μετάβασης είναι γεωπολιτική. Κανείς δεν μπορεί να πει ποια θα ήταν η κατάληξη της μετάβασης αν η χώρα δεν ήταν τόσο μακριά από την ΕΣΣΔ, τόσο κοντά στη Δυτική Ευρώπη, και ενταγμένη στις δομές της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Επίσης, αξιοσημείωτη είναι η στροφή των ΗΠΑ έναντι της Πορτογαλίας από μια «παραδοσιακή» αντιμετώπιση αριστερών κυβερνήσεων με πραξικοπήματα στην «έξυπνη» υποστήριξη κεντροαριστερών δυτικόφιλων πολιτικών δυνάμεων, όσο και η αποφασιστική παρέμβαση της Δυτικής Ευρώπης (προεξάρχουσας της Γερμανίας για πρώτη ίσως φορά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) σε ρόλο υποστηρικτικό επίσης των δημοκρατικών δυνάμεων. Σε αμφότερες η λογική της «ήπιας ισχύος» (soft power) υπερίσχυσε των δυναμικών λύσεων με αίσια αποτελέσματα.
Από κει και πέρα, την τύχη της χώρας έκριναν οι εσωτερικές δομικές συνθήκες και συγκυρίες. Η ανομοιογένεια του σώματος των αξιωματικών και το ετερόκλητο των επιδιώξεών τους, όπως αντανακλάτο στις εσωτερικές συγκρούσεις των φραξιών του ΚΕΔ, που λίγο έλειψε να επιφέρει τη διάλυση του στρατού, η πλήρης έλλειψη πολιτικής κοινωνίας που χρειάστηκε να δημιουργηθεί από το μηδέν σε σύντομο διάστημα, το οικονομικό αδιέξοδο της ριζοσπαστικής διαχείρισης και η αδυναμία της να το αντιμετωπίσει, η οξύτητα της παρατεταμένης επαναστατικής ουτοπίας που κούρασε (τους οπαδούς της) και φόβισε (τους αντιπάλους της) πολώνοντας την πολιτική σκηνή, και τέλος οι προσωπικές στρατηγικές κάποιων πρωταγωνιστών (από τον αυταρχικό Σπίνολα ώς τον πειθήνιο στη Μόσχα Κουνιάλ και τον φιλόδοξο Καρβάλιο). Η πορτογαλική εμπειρία επιβράβευσε και ανέδειξε τους προσεκτικούς και ρεαλιστές πρωταγωνιστές, αποδεικνύοντας τη σημασία της επιδίωξης του εφικτού αντί της ουτοπίας.
* Ο κ. Ιωάννης Τζώρτζης είναι teaching fellow στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ. Το βιβλίο του «Greek Democracy and the Junta: Regime Crisis and the Failed Transition of 1973» θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις εκδόσεις I.B. Tauris/Bloomsbury.