Πρέσπες - Ελληνοτουρκικά - Κυπριακό: Ομοιότητες και διαφορές
by Νίκος ΜπίστηςΚαι η Τουρκία παραβιάζει κατ' εξακολούθηση το Διεθνές Δίκαιο. Αν όμως το Διεθνές Δίκαιο αποτελεί την αρχή και το τέλος της συζήτησης τότε η επίκλησή του είναι προσχηματική κι άλλοθι ακινησίας, άρνησης κάθε συμβιβασμού ή ανίσχυρης στην πράξη αδιαλλαξίας. Καλό είναι να ενημερωθεί ο ελληνικός λαός ότι το Διεθνές Δίκαιο δεν μας δικαιώνει παντού (σε ζητήματα ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας η διεθνής πρακτική ενισχύει την συμβιβαστική επίλυση για διαφορές μεταξύ γειτονικών χωρών) ενώ αποκλείεται η Τουρκία να αποδεχθεί αμαχητί τον ενεργειακό αποκλεισμό της από την Ανατολική Μεσόγειο. Πόσο μάλλον όταν έχει στη χώρα της τέσσερα εκατομμύρια πρόσφυγες και το κλειδί ανάσχεσης ή ενίσχυσης της ροής τους προς την Ευρώπη. Η Τουρκία είναι μια χώρα με πολλά ανοιχτά μέτωπα και προβλήματα, αλλά πόρω απέχει από την εικόνα της καταρρέουσας, εξασθενημένης και κυρίως απομονωμένης χώρας που παρουσιάζουν ορισμένα ΜΜΕ. Και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό η αντιπολίτευση στον Ερντογάν πλειοδοτεί σε εθνικιστική αδιαλλαξία.
Ποιά είναι τα μεγάλα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής; Το Μακεδονικό λύθηκε . Ο ΣΥΡΙΖΑ το έλυσε με την ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ απέναντι. Η Βόρεια Μακεδονία είναι μια μικρή και αδύναμη χώρα με μια εξαιρετική -για τα δικά μας συμφέροντα και για τα Βαλκάνια - ηγεσία. Το ακριβώς αντίθετο από ότι συμβαίνει με την Τουρκία. Το Κυπριακό αντιθέτως καρκινοβατεί. Ακόμα χειρότερα η Λευκωσία πιστεύει ότι μπορεί να εκμεταλλευτεί το φυσικό αέριο χωρίς τους Τουρκοκύπριους και με την Τουρκία αδιάφορο θεατή. Με άλλα λόγια θεωρεί εφικτή την εκμετάλλευση μονομερώς του υποθαλάσσιου πλούτου χωρίς επίλυση του Κυπριακού. Αυτή η εσφαλμένη προσέγγιση έχει οδηγήσει σε υπερεκτίμηση του πλέγματος των συμμαχιών που έχουν συνάψει η Αθήνα και η Λευκωσία με χώρες της περιοχής υπό την αιγίδα των ΗΠΑ. Το ισχνό αποτέλεσμα φαίνεται στην αδυναμία παρεμπόδισης των ενεργειών της Τουρκίας στην κυπριακή ΑΟΖ. Αποτυπώνεται και στην απέλπιδα προσφυγή της Λευκωσίας στην Χάγη, χωρίς την υπογραφή συνυποσχετικού από τα εμπλεκόμενα μέρη. Η απέλαση του Λίβυου πρέσβη αποτελεί επίσης ένδειξη αδυναμίας. Ή απελαύνεις και τον Τούρκο πρέσβη - κλιμάκωση που ούτε οι κκ Σαμαρας και Βελόπουλος εισηγήθηκαν- ή κανένα.
Με την Συμφωνία Τουρκίας Λιβύης ξεκίνησε η νομική διαδικασία που θα οδηγήσει στην ανακήρυξη της τουρκικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), η οποία θα αγνοεί πλήρως την ελληνική νοτίως της γραμμής Κρήτης – Καρπάθου – Ρόδου – Καστελόριζου. Πράξη αντίθετη στο Διεθνές Δίκαιο που αποσκοπεί στην δημιουργία τετελεσμένων. Με δεδομένα όλα τα παραπάνω ξαναγυρίζουμε στην ανάγκη της δύσκολης αλλά sine qua non συνεννόησης με την γείτονα ώστε όσα ζητήματα δεν επιλυθούν να παραπεμφθούν ή σε διεθνή διαιτησία ή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Οι άλλες «λύσεις» μόνο κινδύνους εγκυμονούν.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη στέκει αμήχανη ανάμεσα στην ρεαλιστική προσέγγιση και στην αδιέξοδη - πλην δημοφιλή - εθνικιστική γραμμή που τροφοδοτεί η Ακροδεξιά πτέρυγα της συσπειρωμένη πίσω από τον Αντώνη Σαμαρά. Όταν βέβαια οι ρεαλιστές σέρνονταν οπορτουνιστικά πίσω από τους εθνικιστές στην καταγγελία της Συμφωνίας των Πρεσπών έπρεπε να αναμένουν την συνέχεια . Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει απώλεια μνήμης όταν λέει ότι «η ιστορία της παράταξής του και το προσωπικό του ήθος δεν του επιτρέπουν να κάνει μέρος του κομματικού ανταγωνισμού τα εθνικά θέματα». Το διέπραξε ανενδοίαστα .
Όπως στο προσφυγικό, έτσι και στα ελληνοτουρκικά μεγάλη σημασία έχει η στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Παρά την δικαιολογημένη πικρία του ΣΥΡΙΖΑ για την ανεύθυνη, διχαστική και λαϊκίστικη στάση της ΝΔ, ιδίως στην Συμφωνία των Πρεσπών, δεν πρέπει να υποκύψει στο δέλεαρ της ανταπόδοσης για αντιπολιτευτικούς λόγους. Η σύγχρονη αριστερά από θέσεις αρχών και εθνικού συμφέροντος, θέσεις πατριωτικές και αντιεθνικιστικές, τοποθετήθηκε σε δύσκολα ζητήματα, όπως το Σχέδιο Ανάν κι η Συμφωνία των Πρεσπών. Και δικαιώθηκε. Με το ίδιο πνεύμα οφείλει να αντιμετωπίσει και τα ελληνοτουρκικά .
ΥΓ. Λέγεται και γράφεται ότι στις μεγάλες ήττες και εθνικές τραγωδίες την μεγάλη ευθύνη την έχει η τότε κυβερνώσα δεξιά παράταξη, στις διάφορες εκδοχές της. Με ιδιαίτερη αναφορά στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, την Μικρασιατική Καταστροφή και το πραξικόπημα στην Κύπρο που έφερε τον Ατίλα. Είναι σωστή η επισήμανση γιατί στο DNA της συντηρητικής παράταξης - ακριβέστερα της μεγάλης πλειοψηφίας της- φωλιάζει ένα μείγμα μεγαλοιδεατισμού και εθνικισμού. Δεν είναι όμως άμοιρη ευθυνών και η δημοκρατική παράταξη με την ευρεία έννοια, με τους κεντρώους να είναι πιο επιρρεπείς στον εθνικισμό, αλλά και την Αριστερά. να μην βρίσκει πάντα ισχυρή αντιβίωση στον βάκιλο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αντιφατικής στάσης όλων σχεδόν των πολιτικών δυνάμεων αποτελεί το Μακεδονικό, που ταλαιπώρησε για 25 χρόνια την χώρα , μέχρις ότου έδωσε λύση -καταβάλλοντας πρόσκαιρο αλλά εκλογικά κρίσιμο κόστος - ο ΣΥΡΙΖΑ. Το 1992 η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη με την καθοριστική συμβολή του Μιχάλη Παπακωνσταντίνου ειχε την βούληση να δώσει συμβιβαστική λύση. Υπονομεύτηκε εκ των έσω ( Έβερτ) αλλά και από την ad hoc συμμαχία Ανδρέα Παπανδρέου και Αντώνη Σαμαρά. Η ηγεσία του ΚΚΕ δεν υπέκυψε στην ονοματολογία αλλά δεν είχε και πρόταση. Ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου συμμετείχε αρχικά στα εθνικιστικά συλλαλητήρια αλλά γρήγορα άλλαξε στάση και έκτοτε πορεύτηκε με σωφροσύνη. Το μεσοδιάστημα όλες σχεδόν οι πολιτικές δυνάμεις ακολουθούσαν μετριοπαθή γραμμή επίλυσης αλλά δεν υπήρχε συνομιλητής στην γείτονα. Και όταν βρέθηκε ο Ζάεφ και μαζί με τον Τσίπρα έδωσαν λύση, όλες οι πολιτικές δυνάμεις - με εξαίρεση το αποδυναμωμένο και διασπασμένο επί του θέματος Ποτάμι- αντιτάχθηκαν στην λύση και επιδόθηκαν σε συναγωνισμό εθνικιστικής πλειοδοσίας. Δηλητηρίασαν έτσι και πάλι την κοινή γνώμη. Οποιαδήποτε προσπάθεια επίλυσης των Ελληνοτουρκικών διαφορών - απαιτεί συνεννόηση και γενναιότητα από όλες τις πολιτικές δυνάμεις ώστε η κοινή γνώμη να απαγκιστρωθεί από εύπεπτα - πλην ανούσια και πολιτικά αλυσιτελή- στερεότυπα.