https://www.efsyn.gr/sites/default/files/2019-11/lorentzos_mabilis.jpg?itok=NcmtxYhY

Ψάλτρες φωνές

by

ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΖΕΙ οικείο στους σύγχρονους Αθηναίους από την ομώνυμη πλατεία της ακολασίας, στην οποία μεσουρανούσαν άλλοτε, σαν δύο φεγγάρια στην ίδια βραδιά, ο «Λώρας» και το «Φλάουερ» του Ορέστη, εμβληματικοί ναοί του αλκοόλ, που μύησαν από τα μέσα του ’60 τους πότες στη λατρεία του ουίσκι και λευκών σκληρών τερψιλαρύγγιων, εκτοπίζοντας βαθμηδόν τη ρετσίνα και το τριάρι της «Βότρυς». Τα «ιν» περιοδικά ανακάλυψαν περί τα τέλη του ’80 τα παραπάνω μπαράκια, διοχετεύοντας αγεληδόν προς τον πάγκο τους πολυπληθείς κατεργαραίους αναγνώστες, που ’καναν τον τόπο άνω-κάτω.

ΑΔΑΕΙΣ ΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ εξ αυτών εκφωνούσαν εσφαλμένα την ευρύτερη περιοχή: «Πλατεία Μαβίλης» την ανέβαζαν και την κατέβαζαν. Αγνοούσαν πασιφανώς ότι ο σεβάσμιος μυστακοφόρος που απεικονίζει η προτομή στο βορειοδυτικό παρτέρι, στη βάση της οποίας ακουμπούσαν τα πλαστικά ποτήρια τους, υπήρξε σημαντικότατος λυρικός ποιητής και κορυφαίος σονετογράφος μας. Ο ισπανικής καταγωγής Λορέντζος Μαβίλης γεννήθηκε στο Θιάκι τον Σεπτέμβριο του 1860, έζησε στους Κορφούς, τη Γερμανία και την Αθήνα και πέθανε από εχθρική σφαίρα στη Μάχη του Δρίσκου κοντά στα Γιάννενα, τέτοιες μέρες του 1912, κατά τη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου, όντας επικεφαλής λόχου εθελοντών Γαριβαλδινών που χρηματοδοτούσε ιδίοις πόροις.

ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΣ διακρίθηκε ως αντάρτης στην Κρητική Επανάσταση του 1896 και δεν έλειψε ασφαλώς από τον ατελέσφορο Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897. Εκεί άφησε την τελευταία του πνοή ο επίσης εθελοντής Εγγλέζος φίλος του Cl. Harris, στον οποίο ο Μαβίλης αφιέρωσε το ακόλουθο ηρωικό και πένθιμο άσμα: Χερουβικής χαράς χρυσός αθέρας/ σ’ εφλόγισε πατώντας της Ηπείρου, το χώμα, σα στην πλατωσιά του απείρου/ να ’στραφτε από το «εν τούτω νίκα» ο αιθέρας.// Και σα σε λάμψη παρουσίας δευτέρας/ μ’ αποκαλυπτικού αγαλλίαση ονείρου/ να ’βλεπες στο βυθό του Παμπονήρου/ να γκρεμιστεί η Τουρκιά, το ανίερο τέρας.// Και σε λόγου σου τότε έκανες τάμα/ να φτάσεις όπου αυτός μόνος ξαμόνει/ που ’ναι ποιητής και μάρτυρας αντάμα./ Του Απόλλωνα, όχι η χάρη, η δόξα μόνη/ σου ’λειπε του θανάτου – κ’ ένα βόλι/ σ’ έστειλ’ ήρωα στο ηλύσιο περιβόλι.

ΣΠΟΥΔΑΣΕ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ και φιλολογία στο Μόναχο, όπου επηρεάστηκε από τις θεωρίες του Νίτσε, του Καντ και του Σοπενάουερ. Το 1910 εκλέχτηκε βουλευτής Κερκύρας και έδωσε σκληρές μάχες υπέρ της Δημοτικής. Η ποιήτρια Θεώνη Δρακοπούλου ή Μυρτιώτισσα ταξίδεψε ώς την αιωνιότητα τον έρωτά τους με τους εξής στίχους:

ΤΙ ΑΛΛΟ ΚΑΛΕ ΜΟΥ ζητάς από μένα/ και στέκεις θλιμμένος μπροστά στη μορφή μου,/ αφού κι η καρδιά μου, αφού κι η ψυχή μου/ –κι ας είσαι νεκρός– πλημμυρούν από Σένα;// Τα θεία τραγούδια σου ένα προς ένα/ τα ζει κάθε νύχτα η ψάλτρα φωνή μου,/ γενήκαν αυτά μοναχή προσευχή μου,/ αγνή προσευχή, γεννημένη από Σένα!// Γιατί με κοιτάζεις με μάτια θλιμμένα;/ Λαμπάδα σου ανάβω την ίδια ψυχή μου/ και μέρα τη μέρα σκορπά κι η ζωή μου/ για Σένα, τα ρόδα της τα χλωμιασμένα.