https://www.sigmalive.com/application/cache/default/images/news/900x450/878c752db5176502fb7fece6a6b5cec2.jpg

Συνέντευξη :«Από πού είσαι;» - Eγκλωβισμένοι, ταυτότητα και διαβίωση

by

«Αν κάποιος θέλει να προσωποποιήσει την εθνική μοναξιά, το μόνο που έχει να κάνει είναι να κοιτάξει στα μάτια τους “εγκλωβισμένους”. Επέλεξαν να ζήσουν σφιχταγκαλιασμένοι με τον φόβο, την ταπείνωση και τον εξευτελισμό, ζητιάνοι στα χώματα που πριν την “επέμβαση” τους πρόσφεραν απλόχερα “πλούσια τα ελέη”. Προτίμησαν να ζουν φυλακισμένοι, αλλά συνάμα ελεύθεροι να αναπνέουν την άχνα της γης τους. Μόνο αυτοί ξέρουν τι τους κρυφολογεί το χώμα τους μυστικά για να μην ακούσουν οι “διώκτες” τους. Αυτούς, λοιπόν, που έμειναν “εγκλωβισμένοι” στις αρχές τους δεν θα τους δείτε να παραπονιούνται γιατί παλεύουν καθημερινά με τη φωτιά που καίει αυτόν τον τόπο, αθέατοι από τους προβολείς της διεθνούς δημοσιότητας. Δεν θα τους δείτε να ξεχύνονται στους δρόμους προβάλλοντας το δράμα τους, αφού ξέρουν πολύ καλά ότι κανένας δεν ενδιαφέρεται για αυτό».

Στις 13 Δεκεμβρίου 2019 (19:00), παρουσιάζεται στη Δημοσιογραφική Εστία το βιβλίο του Δημήτρη Κοτσιεκκά, Από πού είσαι; Πρόκειται για ένα βιβλίο που εξιστορεί τα βιώματα των εγκλωβισμένων της Καρπασίας, συνδυάζοντας την ιστορική με τη λογοτεχνική γραφή. Με την ευκαιρία της παρουσίασης, το SigmaLive φιλοξενεί μικρή συνέντευξη με τον συγγραφέα.

https://www.sigmalive.com/uploads/default/files/15de0e7fc928b9.JPG

Κύριε Κοτσιεκκά, ένα υπαρξιακό ερώτημα φαίνεται να σας απασχολεί: «Από που είσαι»; Τι απάντηση δίνετε στο καίριο αυτό, για τον καθένα μας, ερώτημα; Στην αναζήτηση απάντησης ανάγεται η ανάγκη σας για τη συγγραφή του βιβλίου;

Το Ριζοκάρπασο δεν είναι απλώς ο τόπος καταγωγής μου, αλλά το πεδίο που εκτυλίσσεται η συνέχεια του δράματος των γεγονότων του 1974. Ένας τόπος που τα όνειρα και οι προσωπικές προσδοκίες σταματούν και περιμένουν τη λύση του κυπριακού προβλήματος. Το βιβλίο αποτελεί ένα μέρος της μελέτης για την πορεία των εγκλωβισμένων, το οποίο επιδιώκει με τα κείμενα που το αποτελούν να δώσουν στον αναγνώστη τη βασική ιστορικό-πολιτική πορεία των εγκλωβισμένων, καθώς και τα συναισθήματα, τα οποία συναντά κάποιος, ο οποίος έχει ζήσει ως εγκλωβισμένος. Αυτά τα οποία συνάντησα στα 27 χρόνια ζωής μου προσπαθώ να περάσω στον αναγνώστη, γνωστοποιώντας του τη σημασία που έχει το χωριό Ριζοκάρπασο (και τα υπόλοιπα χωριά στα οποία έζησαν και ζουν οι εγκλωβισμένοι).

Μιλήστε μας για το βιβλίο σας…

Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος ο αναγνώστης θα βρει την περιγραφή της πορείας των εγκλωβισμένων, επεξηγώντας τα βασικά σημεία που αφορούν στην παραμονή και στις συνθήκες διαβίωσής τους 45 και πλέον χρόνια στα κατεχόμενα. Στο δεύτερο μέρος υπάρχουν κάποιες επιλεγμένες ιστορίες από τη ζωή των εγκλωβισμένων που παρουσιάζουν την ανθρώπινη πτυχή και όλα όσα μπορεί να συναντήσει κάποιος που έζησε ως εγκλωβισμένος. Και στο τέλος υπάρχουν κάποια λογοτεχνικά κείμενα, τα οποία αφήνουν στον αναγνώστη τα συναισθήματα που συνάντησα, τόσο ως εγκλωβισμένος αλλά και μέσα από τις αφηγήσεις άλλων. Αυτός ο συνδυασμός θεωρώ ότι μπορεί να δώσει ξεκάθαρη εικόνα και, σε κάθε περίπτωση, μια γεύση από το κεφάλαιο της ιστορίας που ονομάζονται «εγκλωβισμένοι».

Αναφερθήκατε στο λογοτεχνικό μέρος του βιβλίου. Έχω την εντύπωση πως διοχετεύετε μέσω της λογοτεχνίας όσα στοιχεία δεν μπορείτε να αναφέρετε με τη βιογραφική εξιστόρηση. Σε ποιο βαθμό ισχύει; Αλήθεια, πόσο περιόρισε τη συγγραφή η ανησυχία μήπως το βιβλίο δημιουργήσει προστριβές με το κατοχικό καθεστώς;

Το βιβλίο επιδιώκει να δώσει στον αναγνώστη την εικόνα για τη ζωή των εγκλωβισμένων. Εφόσον γίνεται αναφορά σε πτυχές της ζωής κάποιων ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες διαφορετικές, λόγω των οποίων υπάρχει μεγάλη ανάγκη για διασφάλιση της ανωνυμίας τους, αποφάσισα να δοθεί η εικόνα των εγκλωβισμένων μέσα από τη συγγραφή κειμένων που να μην φανερώνουν την ταυτότητα του προσώπου από το οποίο εμπνεύστηκα το κείμενο. Άρα, μετέφερα το συναίσθημα του εγκλωβισμένου μέσα από τα κείμενα, με τη βοήθεια και των δικών μου βιωμάτων προσπαθώντας να μην θίξω καταστάσεις που θα μπορούσαν να αποβούν ζημιογόνες, τόσο για εμένα και την οικογένειά μου αλλά και των ανθρώπων που αποτέλεσαν την πηγή έμπνευσης για κάποιες ιστορίες του βιβλίου. Αφιερώσαμε πολλές ώρες  με τη Μαρία Σταθοπούλου που επιμελήθηκε τα κείμενα του βιβλίου, καθώς τα κείμενα και ο τρόπος που γράφτηκαν έπρεπε να περνούν το νόημα χωρίς να προκαλούν.

Στο βιβλίο είναι έκδηλη η ανησυχία σας για τον ταυτοτικό διαχωρισμό από τους συνομήλικούς σας. «Προτιμούσα να είμαι ένας από τους πολλούς, να χαθώ στο πλήθος, να μην έχω κάτι που να με διαχωρίζει». Αυτή η ταυτοτική ιδιαιτερότητά σας, πώς καθόρισε εν τέλει τον χαρακτήρα αλλά και την καθημερινότητά σας;

Δεν μπορεί να ειπωθεί τίποτα με ασφάλεια. Η ταυτότητα δεν αφορά μόνο τον εθνικό προσδιορισμό αλλά και τη χάραξη μιας ξεκάθαρης πορείας προς μια κατεύθυνση. Μέχρι σήμερα η δρόμοι μας είναι κλειστοί. Οι διέξοδοι που μας δίνονται δεν μας δίνουν απαντήσεις. Στο πρόσφατο παρελθόν λόγω αυτής ακριβώς της ταμπελοποίησης οδηγήθηκα στο να λάβω κάποιες λάθος αποφάσεις, οι οποίες στην τελική ήταν αποτέλεσμα της πίεσης να δείξω στους γύρω μου ότι αξίζω να είμαι ένας από αυτούς. Πράγμα που εκ των υστέρων και με ωριμότητα πλέον αντιλαμβάνομαι ότι δεν χρειαζόταν.

Το βιβλίο σας καταγράφει με λογοτεχνικό τρόπο τις εμπειρίες τριών γενιών εγκλωβισμένων. Ποιες αλλαγές παρατηρείτε με το πέρασμα του χρόνου;

Οι αλλαγές αφορούν κυρίως στον τρόπο με τον οποίον αντιλαμβάνονται το αίσθημα του ανήκειν. Το αίσθημα εμπλουτίζεται από την αντιμετώπιση που οι εγκλωβισμένοι είχαν από τους εμπλεκόμενους στο κυπριακό πρόβλημα. Έλληνες – Χριστιανοί από μια άλλη εποχή που έμειναν ξεχασμένοι να «φυλάνε Θερμοπύλες». Οι αλλαγές δεν έχουν να κάνουν τόσο με τους εγκλωβισμένους, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις χωρίς δικαίωμα επιλογής ακολουθούν την πορεία των πραγμάτων. Οι αλλαγές αφορούν κυρίως στην αντιμετώπιση που δέχονται από τους βασικούς παίχτες του κυπριακού προβλήματος. Αυτή η αντιμετώπιση διαγράφει την πορεία που αναμένεται οι εγκλωβισμένοι να ακολουθήσουν, πιστοί στον ρόλο που τους ανατέθηκε.

Τα πρόσωπα του βιβλίου σας είναι λογοτεχνικά ή πραγματικά;

Όλες οι ιστορίες που αναφέρονται μέσα έχουν πραγματικό υπόβαθρο, ωστόσο έχουν αλλάξει μόνο ως προς τον τρόπο που γίνεται αναφορά σε πρόσωπα, καθώς δεν ήθελα να «φωτογραφηθεί» κάποιος.

Γιατί επιμένετε να χρησιμοποιείται τον όρο «εγκλωβισμένος» εντός εισαγωγικών; Δεν είναι μια πραγματικότητα;

Η χρήση της λέξης εγκλωβισμένος εντός εισαγωγικών αποτελεί συνειδητή επιλογή. Η λέξη αυτή, όπως αναφέρεται και στο βιβλίο, δεν χρησιμοποιείται με τον ίδιο τρόπο από τους εμπλεκόμενους στο κυπριακό. Αποτελεί μέρος μιας μεγαλύτερης συζήτησης που οδηγεί σε τουλάχιστον τρία διαφορετικά αφηγήματα. Η ΚΔ αναφέρεται στους εγκλωβισμένους με τη μιλιταριστική έννοια, δηλαδή ότι μια ομάδα πολιτών της βρέθηκε περικυκλωμένη από τον κατακτητή, ο οποίος καταπατεί τα δικαιώματά τους. Στα κατεχόμενα η αναφορά στους εγκλωβισμένους γίνεται με λέξεις που διαφοροποιούν την ομάδα αυτών των ανθρώπων, χωρίς να τους συνδέουν με την ε/κ πλευρά (π.χ. οι χριστιανοί πολίτες της «ΤΔΒΚ»). Ενώ τα ΗΕ αναφέρονται στους εγκλωβισμένους με ουδέτερους όρους, χωρίς να υιοθετούν είτε τη μια ή την άλλη εκδοχή.

Αναφέρεστε σε εικόνες, οι οποίες «είναι χαρακτηριστικές για τη ζωή αυτών που “πέρασαν, περνούσαν και έμειναν για πάντα” πίσω από τη σημαία στον Πνεταδάκτυλο». Πρόκειται για ένα γεωγραφικό σημείο, το οποίο, όπως καταλαβαίνω, αποτελεί για ‘σας σημείο αναφοράς – διαφοροποιητικό παράγοντα μιας άλλης κοινωνίας…

Οι ιστορίες των εγκλωβισμένων αποτελούν το μέρος της ιστορίας, το οποίο σιγά–σιγά θα διαγραφεί. Αφού οι ίδιοι δεν μπορούν να πουν την ιστορία τους, δεν μπορεί να την μεταφέρει καμιά κάμερα και καμιά εφημερίδα. Αυτό το λέω με βάση τις δικές μου εμπειρίες ως εγκλωβισμένος. Δεν μπορείς ποτέ να μιλήσεις άνετα σε έναν «ξένο». Για τον λόγο αυτό πολλές ιστορίες έχουν μείνει για πάντα μέχρι το σημείο που φαίνεται η σημαία στον Πενταδάκτυλο.

«Αυτή η κραυγή σπάνια φτάνει έξω κι όταν φτάνει λίγους συγκινεί». Πρόκειται για παράπονο έναντι της πολιτείας; Πώς βιώνουν οι εγκλωβισμένοι την αντιμετώπιση της Κυπριακής Δημοκρατίας;

Οι εγκλωβισμένοι, όπως και άλλα θύματα του 1974, αποτέλεσαν και αποτελούν όργανα στα χέρια μερικών που κτίζουν καριέρες, προβάλλοντας όχι τις πραγματικές ανάγκες αυτών των θυμάτων αλλά, τις «αναγκαίες» ανάγκες που εξυπηρετούν τα συμφέροντα αυτού που τα προβάλλει. Ο οποίος διεκδικεί και το προνόμιο της εκπροσώπησης των θυμάτων αυτών και παρουσιάζεται δίπλα τους μόνο όποτε αυτό μπορεί να αποβεί ωφέλιμο προς τις επιδιώξεις και προσωπικές φιλοδοξίες του. Δεν θέλω να επεκταθώ...

Σε σχέση με το ίδιο ερώτημα, καταφεύγω πάλι στο κείμενό σας: «Κάθε βράδυ μοναξιάς επέστρεφαν οι μαύρες σκέψεις και εκείνη η αμφιβολία για το πόσο μάταιες είναι οι θυσίες οι δικές του και της οικογένειάς του. Αξίζει, όντως, ένα σπίτι τόση στέρηση και τόση μοναξιά;» Αξίζει, κύριε Κοτσιεκκά; Νιώθετε ότι οι θυσίες των εγκλωβισμένων μας αναγνωρίζονται, αν όχι από την πολιτεία, τουλάχιστον από την κοινωνία;

Οι εγκλωβισμένοι είναι απλοί άνθρωποι που οι καταστάσεις τους έφεραν σε αυτήν τη θέση. Παιδιά, νέοι, γονείς και παππούδες. Άνθρωποι που οι πραγματικές ανάγκες τους, που πηγάζουν μέσα από τον πόνο, μεταφράζονται σε απαιτήσεις για περισσότερες υλικές παροχές. Αυτό το σπίτι στο οποίο αναφέρομαι στο εν λόγω κείμενο, αποτελεί την πεμπτουσία ολόκληρης της ζωής ενός εγκλωβισμένου. Ζούμε άλλη μια μέρα για να υπάρχει φως σε αυτό το σπίτι. Για να υπάρχει ελπίδα για αυτό που επιδιώκουμε. Το ερώτημα είναι, μετά από τόσα χρόνια και μετά από τόσες ιστορίες που έσβησαν πίσω από τη σημαία στον Πενταδάκτυλο, ξέρουμε ως ε/κ πλευρά τι επιδιώκουμε; Αυτή η αμφιβολία, μέρα με τη μέρα σαν σαράκι τρώει την ψυχή αυτών των ανθρώπων που θυσίασαν τα νιάτα και την οικογένειά τους για την «κοινή επιδίωξη», που κάθε μέρα όλο και απομακρύνεται.

Τελικά, τι είναι ο τόπος; Είναι μια γεωγραφική έννοια ή είναι κάτι που κουβαλούμε μέσα μας;

Ακριβώς, «ο τόπος είναι ο άνθρωπος». Το ερώτημα «από πού είσαι;» προκαλεί των άνθρωπο να σου περιγράψει τα βιώματά του, τα οποία τον τοποθετούν σε μια ομάδα, όχι γεωγραφικά αλλά με βάση αυτά τα κοινά βιώματα.